κάρπωμα Search Google

From LSJ
Revision as of 16:31, 3 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρπωμα Medium diacritics: κάρπωμα Low diacritics: κάρπωμα Capitals: ΚΑΡΠΩΜΑ
Transliteration A: kárpōma Transliteration B: karpōma Transliteration C: karpoma Beta Code: ka/rpwma

English (LSJ)

καρπώματος, τό,
A fruit, A.Supp.1001; profit, Hsch.
II offering offruits, LXX Nu.18.9; cf. κάρπωσις ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 1329] τό, das Eingesammelte, die Frucht, Aeseh. Suppl. 979; der Ertrag, Nutzen, Sp. Das von Früchten als Opfer Dargebrachte, LXX.

French (Bailly abrégé)

καρπώματος (τό) :
fruit.
Étymologie: καρπόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρπωμα καρπώματος, τό [καρπόω] vrucht.

Russian (Dvoretsky)

κάρπωμα: καρπώματος τό плод Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

κάρπωμα: τό, καρπός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1001· κέρδος, Ἡσύχ. ΙΙ. προσφορά, Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΗ', 9)· πρβλ. κάρπωσις. II.

Greek Monolingual

κάρπωμα, τὸ (Α) καρπώ
1. καρπός («καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις», Αισχύλ.)
2. προσφορά καρπών («ἀπὸ τῶν ἡγιασμένων ἁγίων τῶν καρπωμάτων ἀπὸ πάντων τῶν δώρων αὐτῶν», ΠΔ)
3. ωφέλεια, κέρδος.

Translations