κακόνυμφος
English (LSJ)
κακόνυμφον,
A ill-married, κακονυμφοτάτα ὄνασις most unprofitable wedlock, E.Hipp.756 (lyr.).
II Subst., unhappy bridegroom, Id.Med.206, 990 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 1301] unglücklich vermählt; Eur. Med. 990; κακονυμφοτάτη ὄνασις Hipp. 754; der schlechte Ehemann, Med. 206.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 causé par un hymen funeste;
2 qui est d'un mauvais époux ; époux funeste, mauvais époux;
Sp. κακονυμφότατος.
Étymologie: κακός, νύμφη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόνυμφος -ον [κακός, νύμφη] met een noodlottig huwelijk:; κακονυμφοτάτα ὄνασις de winst van een allerongelukkigst huwelijk Eur. Hipp. 756; subst. ὁ κακόνυμφος slechte echtgenoot.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόνυμφος: II ὁ вероломный супруг Eur.
связанный со злополучным браком: κακονυμφοτάτα ὄνασις Eur. злосчастный брак (Федры).
Greek Monolingual
κακόνυμφος, -ον (Α)
1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» — επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακόνυμφος
κακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλόνυμφος, νεόνυμφος].
Greek Monotonic
κᾰκόνυμφος: -ον (νύμφη),
I. κακοπαντρεμένος, αυτός που έχει συνάψει κακό, δυστυχισμένο γάμο, σε Ευρ.
II. ως ουσ., κακός ή ατυχής γαμπρός, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κακόνυμφος: -ον, κακῶς νενυμφευμένος, κακονυμφοτάτα ὄνασις, ὅλως ἀνωφελὴς γάμος, Εὐρ. Ἱππ. 758. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κακὸς ἢ ἀτυχὴς γαμβρός, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 206, 990· ἴδε κακὸς ἐν τέλει.
Middle Liddell
κᾰκό-νυμφος, ον νύμφη
I. ill-married, of unhappy wedlock, Eur.
II. as substantive an ill or unhappy bridegroom, Eur.