ἐρυσίχθων
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. χθονος, tearing up the earth, of an ox ploughing, Strato Com.1.19.
German (Pape)
[Seite 1037] die Erde aufreißend, furchend, so heißt der Pflugstier, Strato com. bei Ath. IX, 382 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυσίχθων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ διατέμνων τὴν γῆν, ἐπὶ βοὸς ἀροτριῶντος, οὐδ’ ἄρα θύεις ἐρυσίχθον’, Στράτων παρ’ Ἀθην 382Ε.
Spanish
Greek Monolingual
ἐρυσίχθων, -ον (Α)
(για βόδι που οργώνει) αυτός που κάνει αυλάκια στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι- < ερύω (I) (πρβλ. βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.) + χθων «γη»].
Léxico de magia
ὁ que ara o surca la tierra ἐλθὲ ... καὶ Νεφθὼ πολύτιμε καὶ Ἀβλαναθὼ πολύολβε, πυρσοδρακοντόζων', ἐ. ven también tú, Neftó, muy venerado y Ablanató, rico en bendiciones, ceñido con serpientes de fuego, que surca la tierra (en una invocación a varias divinidades) P XXIII 8