περίφλοιος
From LSJ
ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
English (LSJ)
περίφλοιον, with bark all round, X.Cyn. 9.12.
German (Pape)
[Seite 599] umrindet, mit Rinde umgeben, Xen. Cyn. 9, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entouré d'une écorce.
Étymologie: περί, φλοιός.
Russian (Dvoretsky)
περίφλοιος: одетый корой (αἱ ποδοστράβαι σμίλακος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
περίφλοιος: -ον, ὁ ἔχων φλοιὸν ὁλόγυρα, Ξεν. Κυν. 9, 12.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που περιβάλλεται από φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φλοιός.
Greek Monotonic
περίφλοιος: -ον, αυτός που έχει φλοιό, φλούδα ολόγυρά του, σε Ξεν.