στελμονίαι

From LSJ
Revision as of 11:58, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στελμονίαι Medium diacritics: στελμονίαι Low diacritics: στελμονίαι Capitals: ΣΤΕΛΜΟΝΙΑΙ
Transliteration A: stelmoníai Transliteration B: stelmoniai Transliteration C: stelmoniai Beta Code: stelmoni/ai

English (LSJ)

αἱ, broad belts put round dogs when used to hunt wild beasts, X.Cyn.6.1.

German (Pape)

[Seite 934] αἱ, ein breiter Gürtel od. Riemen der Hunde, Xen. Cyn. 6, 1; Poll. 5, 55 hat τελαμωνία.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
larges sangles pour les chiens de chasse.
Étymologie: στέλλω.

Russian (Dvoretsky)

στελμονίαι: αἱ широкие ремни, свора (для охотничьих собак) Xen.

Greek (Liddell-Scott)

στελμονίαι: -αἱ, εὐρεῖαι ζῶναι δι’ ὧν περιέβαλλον τοὺς κύνας ὁσάκις ἀπήρχοντο εἰς θύραν ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Κυν. 6, 1, Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ στέλμα = στέφος.

Greek Monolingual

οἱ, Α
φαρδιές ζώνες με τις οποίες περιέβαλλαν τους κυνηγετικούς σκύλους, όταν αυτοί επρόκειτο να βγουν για κυνήγι άγριων θηραμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στελ- του στέλλω + επίθημα -μον-ία (πρβλ. ἁρμονία)].

Greek Monotonic

στελμονίαι: αἱ, φαρδιά λουριά με τα οποία τύλιγαν τους σκύλους όταν έβγαιναν να κυνηγήσουν άγρια ζώα, για να τους προστατεύσουν από τραυματισμούς, σε Ξεν.