λυσσαίνω
From LSJ
English (LSJ)
rave, τινι against one, S.Ant.633.
French (Bailly abrégé)
part. prés.
être en fureur contre, τινι.
Étymologie: λύσσα.
German (Pape)
wüten, τινί, auf Einen grimmig zürnen, Soph. Ant. 629.
Russian (Dvoretsky)
λυσσαίνω: быть в бешенстве, неистовствовать от гнева (τινί Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
λυσσαίνω: εἶμαι λυσσασμένος, τινι, ἐναντίον τινός, Σοφ. Ἀντ. 633.
Greek Monolingual
λυσσαίνω (Α) λύσσα
είμαι πάρα πολύ οργισμένος με κάποιον.
Greek Monotonic
λυσσαίνω: μαίνομαι τινί, εναντίον κάποιου, σε Σοφ.