ἀνάδετος

From LSJ
Revision as of 07:46, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάδετος Medium diacritics: ἀνάδετος Low diacritics: ανάδετος Capitals: ΑΝΑΔΕΤΟΣ
Transliteration A: anádetos Transliteration B: anadetos Transliteration C: anadetos Beta Code: a)na/detos

English (LSJ)

ἀνάδετον,
A binding up hair, μίτραι E.Hec.923.
2 in pass. sense, πῶλον Χαρίτων μίτραις ἀνάδετον Him.Ecl.13.36.

Spanish (DGE)

-ον
1 ceñido (πῶλον) ταῖς Χαρίτων μίτραις ὅλον ποιήσας ἀνάδετον Him.12.36.
2 que recoge hacia arriba el cabello μίτραι E.Hec.923.

German (Pape)

[Seite 186] aufgebunden, μίτραι, Eur. Hec. 913, die aufgebundenen, das Haar selbst aufbindenden.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 attaché en haut;
2 qui retient (les cheveux) relevés.
Étymologie: ἀναδέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάδετος: повязанный на голову, обвивающий голову (μίτραι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδετος: -ον, ὁ ἀναδεδεμένος, ἐγὼ δὲ πλόκαμον ἀναδέτοις μίτραισιν ἐρρυθμιζόμαν Εὐρ. Ἑκ. 923, ὅπερ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ηὐτρέπιζον κατὰ τάξιν καὶ ἐκόσμουν ἐν μίτραις καὶ ταινίαις ἐπάνω τῆς κεφαλῆς δεδεμέναις».

Greek Monolingual

ἀνάδετος, -ον (Α) ἀναδέω
αυτός που δένει κάτι προς τα επάνω ή που είναι δεμένος προς τα επάνω.

Greek Monotonic

ἀνάδετος: -ον, αυτός που μαζεύει και δένει τα μαλλιά, σε Ευρ.

Middle Liddell

binding up the hair, Eur.