ἀμφικρύπτω

From LSJ
Revision as of 07:46, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικρύπτω Medium diacritics: ἀμφικρύπτω Low diacritics: αμφικρύπτω Capitals: ΑΜΦΙΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: amphikrýptō Transliteration B: amphikryptō Transliteration C: amfikrypto Beta Code: a)mfikru/ptw

English (LSJ)

cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

Spanish (DGE)

ocultar, cubrir totalmente τοῖον ... νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

French (Bailly abrégé)

couvrir.
Étymologie: ἀμφί, κρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικρύπτω: περικαλύπτωκρύπτω πανταχόθεν, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Εὐρ. Ἑκ. 907.

Greek Monolingual

ἀμφικρύπτω (Α) κρύπτω
σκεπάζω ή κρύβω κάτι από όλες τις πλευρές, περικαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρύπτω.

Greek Monotonic

ἀμφικρύπτω: μέλ. -ψω, καλύπτω ή κρύβω σε κάθε πλευρά, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει, σε Ευρ.

Middle Liddell

to cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Eur.