ακοινώνητος

From LSJ
Revision as of 12:40, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκοινώνητος, -ον) και ακοινώνιστος
1. ο μη κοινωνικός, όποιος αποφεύγει την επικοινωνία με τους άλλους
2. ο βάναυσος, ο απάνθρωπος
3. όποιος δεν κοινώνησε, δεν έλαβε τη θεία Μετάληψη
«πέθανε ακοινώνητος»
μσν.
εκείνος που έχει αφοριστεί, έχει αποκοπεί από το σώμα της Εκκλησίας
αρχ.
1. αυτός τον οποίο δεν μοιράζονται δύο
«ἀκοινώνητον εὐνάν» — κρεβάτι που δεν το μοιράζονται δύο γυναίκες με τον ίδιο άντρα (Ευρ.)
2. εκείνος που δεν ανακοινώνεται (ΠΔ)
3. αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κοινωνῶ.
ΠΑΡ. ακοινωνησία].