ἀναδιδάσκω

Revision as of 13:30, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A teach otherwise or teach better, ἀ. ὡς . . Hdt.4.95; τινά τι Luc.Pseudol. 13; simply, instruct, inform, Th.1.32, al., Ar.Pl.563, etc.:—Pass., to be better instructed, ὅτι . . Pl.Hp.Ma.301e; learn better things, change one's mind, Hdt.8.63 (dub.); learn anew or learn from the beginning, J. AJ 2.9.1.
II ἀναδιδάσκω δρᾶμα = produce play a second time, Vit.Aesch., Arg. 1 Ar.Ra., Philostr.VA6.11.
2 explain, ἓν οὐκ ἀναδιδάσκει σε τῶν λογίων Ar.Eq.1045.

Spanish (DGE)

I 1act. hacer ver claramente, convencer c. complet. de ὡς Hdt.4.95, y de ὅτι Pl.Hp.Ma.301e
mostrar c. complet. de ὡς Th.1.32, de ὅτι Ar.Pl.563, c. interr. indir. PLond.239.21 (VI a.C.)
explicar, hacer ver claramente c. doble ac. de pers. y de cosa ἓν οὐκ ἀναδιδάσκει σε τῶν λογίων no te explica una parte del oráculo Ar.Eq.1045
enseñar, informar c. ac. de pers., Th.8.86, Aristid.Rh.2.529, c. ac. de cosa ταῦτα ... ἐν τοῖς ἔπεσιν Heph.Astr.3.30.8, c. ac. de pers. y περὶ c. gen. PCair.Isidor.62.24 (III a.C.), POxy.1163.5 (V a.C.).
2 en v. med. c. ac. de cosa aprender, instruirse en τέχνας I.AI 2.203
abs. convencerse ταῦτα δὲ Θεμιστοκλέος λέγοντος ἀνεδιδάσκετο Εὐρυβιάδης Hdt.8.63.
II act.
1 volver a explicar c. complet. de ὡς Th.3.97
enseñar de nuevo c. doble ac. de pers. y de cosa γέροντα ἄνδρα ... ἀναδιδάσκειν τὰ τοιαῦτα Luc.Pseudol.13.
2 presentar de nuevo (un drama) Ar.Ra.argumen.1, Philostr.VA 6.11.

German (Pape)

[Seite 186] (s. διδάσκω), 1) umlehren, eines Bessern belehren, Her. 4, 95; pass., 8, 63; Plat. Hipp. mai. 301 d; Ar. Plut. 563; bei Philostr. δρᾶμα, ein Drama von neuem u. verändert aufführen. Auch = simplex, Thuc. 3, 97. 8, 86 u. Sp. – 2) λόγια, auslegen, deuten, Ar. Equ. 1040.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναδιδάξω, ao. ἀνεδίδαξαν, pf. inus.
1 enseigner de nouveau ou mieux, faire mieux comprendre;
2 expliquer les choses successivement, les unes après les autres.
Étymologie: ἀνά, διδάσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδῐδάσκω:
1 (лучше или по-новому) поучать (τινά Her., Thuc.): ταῦτα Θεμιστοκλέος λέγοντος ἀνεδιδάσκετο Her. эти слова Фемистокла переубедили (Эврибиада); νῦν παρὰ σοῦ ἀνεδιδάχθημεν, ὅτι … Plat. теперь мы узнали от тебя, что …;
2 подробно разбирать, объяснять (λόγιόν τινα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδῐδάσκω: (ἴδε διδάσκω), διδάσκω ἄλλως ἢ διὰ τρόπου καλλιτέρου, Λατ. dodocere, ἂν ὡς..., Ἡρόδ. 4. 95, πρβλ. Θουκ. 3. 97., 8. 86· ὡσαύτως ἁπλῶς = διδάσκω, ὁ αὐτ. 1. 32: - Παθ., διδάσκομαι καλλίτερα, μανθάνω, ὅτι ... Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301D: μανθάνω καλλίτερα πράγματα, μεταβάλλω γνώμην, ἀναπείθομαι, Ἡρόδ. 8. 63: μανθάνω ἐκ νέου ἢ ἐξ ἀρχῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 2. 9, 1. ΙΙ. ἀναδ. δρᾶμα, μεταβάλλω δρᾶμά τι καὶ τὸ παρουσιάζω ἐκ νέου ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Βλωμφ. προοίμ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. σελ. ΧΧΙΙ. 2) ἑρμηνεύω, ἐξηγῶ, λόγια ἀν. τινά, εἴς τινα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1045, κτλ., πρβλ. Πλοῦτ. τοῦ αὐτοῦ 563.

Greek Monolingual

ἀναδιδάσκω)
διδάσκω εκ νέου, με διαφορετικό ή καλύτερο τρόπο
αρχ.-μσν.
διδάσκω, καθοδηγώ, πληροφορώ
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. ερμηνεύω, εξηγώ
2. φρ. «ἀναδιδάσκω δράμα», το παρουσιάζω εκ νέου στη σκηνή
ΙΙ. παθ.
1. διδάσκομαι, πληροφορούμαι καλύτερα κάτι
2. μεταπείθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + διδάσκω.

Greek Monotonic

ἀναδῐδάσκω: μέλ. -διδάξω,
I. διδάσκω με διαφορετικό τρόπο ή καλύτερα, Λατ. dedocore, σε Ηρόδ. — Παθ., διδάσκομαι καλύτερα, αλλάζω τη γνώμη μου, στον ίδ.
II. καθιστώ πασιφανές, σε Θουκ.· ερμηνεύω, εξηγώ, λόγια ἀν. τινά, τα εξηγώ, τα ερμηνεύω σε κάποιον, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from ἀναδέω
I. to teach otherwise or better, Lat. dedocere, Hdt.:—Pass. to be better instructed, change one's mind, Hdt.
II. to show clearly, Thuc.: to expound, interpret, λόγια ἀν. τινά to expound them to one, Ar.

Lexicon Thucydideum

edocere, to inform fully, 1.32.1, 3.97.1, 8.86.1.