διανίσταμαι
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
Greek Monotonic
διανίστᾰμαι: Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.· στέκομαι σε απόσταση, στέκομαι μακριά από, απομακρύνομαι, αποκόβομαι από, τινος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διανίστᾰμαι: (aor. διανέστην, pf. διανέστηκα)
1 подниматься, вставать (νύκτωρ Arst.; ἐκ τῆς ἐνέδρας Polyb.);
2 устремляться навстречу (ἐπὶ τοὺς ἐπικειμένους Polyb.);
3 отклоняться, уклоняться: τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς Thuc. пожертвовав очевидными преимуществами.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-ανίσταμαι opstaan, rechtop komen: met εἰς + acc.: εἰς ἀγκῶνα διαναστάς zich oprichtend op zijn elleboog Plut. Brut. 11.3. overdr. afstand nemen van, met gen.: δ. τῶν... ἀναγκαίων ξυμφόρων van de noodzakelijke belangen Thuc. 4.128.
Middle Liddell
Pass. with aor2 and perf. act. to stand aloof from, depart from, τινος Thuc.
Lexicon Thucydideum
abscedere, to depart, 4.128.5, (signif. dub. cf. Popp. adn. meaning doubtful, compare Poppo's note).