διανίσταμαι

From LSJ
Revision as of 13:58, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source

Greek Monotonic

διανίστᾰμαι: Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.· στέκομαι σε απόσταση, στέκομαι μακριά από, απομακρύνομαι, αποκόβομαι από, τινος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διανίστᾰμαι: (aor. διανέστην, pf. διανέστηκα)
1 подниматься, вставать (νύκτωρ Arst.; ἐκ τῆς ἐνέδρας Polyb.);
2 устремляться навстречу (ἐπὶ τοὺς ἐπικειμένους Polyb.);
3 отклоняться, уклоняться: τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς Thuc. пожертвовав очевидными преимуществами.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-ανίσταμαι opstaan, rechtop komen: met εἰς + acc.: εἰς ἀγκῶνα διαναστάς zich oprichtend op zijn elleboog Plut. Brut. 11.3. overdr. afstand nemen van, met gen.: δ. τῶν... ἀναγκαίων ξυμφόρων van de noodzakelijke belangen Thuc. 4.128.

Middle Liddell

Pass. with aor2 and perf. act. to stand aloof from, depart from, τινος Thuc.

Lexicon Thucydideum

abscedere, to depart, 4.128.5, (signif. dub. cf. Popp. adn. meaning doubtful, compare Poppo's note).