διαφυγγάνω

From LSJ
Revision as of 14:01, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφυγγάνω Medium diacritics: διαφυγγάνω Low diacritics: διαφυγγάνω Capitals: ΔΙΑΦΥΓΓΑΝΩ
Transliteration A: diaphyngánō Transliteration B: diaphynganō Transliteration C: diafyggano Beta Code: diafugga/nw

English (LSJ)

= διαφεύγω, Heraclit.86, Th.7.44, Aeschin.3.10, J. AJ19.1.15.

Spanish (DGE)

1 intr. huir, escapar ἡ δὲ νοῦσος θανασίμη, καὶ παῦροι διαφυγγάνουσι Hp.Int.10, c. giro prep. διεφύγγανον ἐκ τῶν δικαστηρίων Aeschin.3.10, ἐς τὸ στρατόπεδον διεφύγγανον Th.7.44.
2 tr. huir, eludir c. ac. οὐ διαφυγγάνει ... τό τε εἰς τὴν ἔρευναν ἀκριβές no elude la búsqueda minuciosa I.AI 19.126, τὸν θάνατον Eutecnius Th.Par.44.17, c. inf. τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ ... διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι la mayor parte de lo que concierne a la divinidad ... escapa al conocimiento Heraclit.B 86.

German (Pape)

[Seite 612] = διαφεύγω, nur pr. u. impf.; Thuc. 7, 44; ἐκ τῶν δικαστηρίων Aesch. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
διαφεύγω.
Étymologie: διά, φυγγάνω.

Russian (Dvoretsky)

διαφυγγάνω: Thuc., Aeschin. = διαφεύγω.

Greek (Liddell-Scott)

διαφυγγάνω: διαφεύγω, Θουκ. 7. 44, Αἰσχίν. 55. 13.

Greek Monolingual

διαφυγγάνω (Α)
1. διαφεύγω, ξεφεύγω
2. διαφεύγω την προσοχή κάποιου.

Greek Monotonic

διαφυγγάνω: = δια-φεύγω, σε Θουκ., Αισχίν.

Middle Liddell

= διαφεύγω, Thuc., Aeschin.]

Lexicon Thucydideum

diffugere, to flee in different directions, 7.44.8.