εἰσγράφω

Revision as of 14:19, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

inscribe, στηλῶν ἐς ἃς οἱ νόμοι ἐσεγράφοντο DC. 37.9; enrol, τινὰ εἰς τοὺς φίλους Id. 36.53; τινὰς ἐς τὸν κατάλογον Id. Fr. 109.5; also of painting, πορφυραῖ σκιαὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς κάλλοσουσιν Ael. NA 12.25; — Med., ἐς τὰς σπονδὰς ἐσγράψασθαι ἑαυτούς to have themselves enrolled in the league, Th. 1.31; — Pass., DC. 61.21. simply, write down, μαντεῖα S. Tr. 1167; send in a report, BCH 46.400 (Mylasa).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Th.1.31, D.C.37.9.2
I en v. act. y med.
1 proponer por escrito ποτιτάξαντος τοῦ δάμου ... τιμὰς αὐτοῦ εἰσγραφήμειν IG 12(1).58.12 (Rodas I d.C.), en v. pas. κατὰ τὸ εἰσγραφὲν ψάφισμα ὑπὸ Ἱππία Lindos 419.58 (I d.C.)
tb. en v. med. περὶ ὧν εἰσεγράψατο [Ἑκα] ταῖος en relación con la propuesta escrita de Hecateo, IMylasa 102.7 (II/I a.C.), cf. 101.67 (heleníst.), 103.7 (II a.C.).
2 inscribir, registrar c. εἰς y ac. (τοὺς φίλους) εἰς δέλτον D.H.3.27, ἐς τὸν κατάλογον αὐτούς D.C.109.5, cf. 62.14.3, en v. pas. εἰσγραφῆναι δὲ αὐτοὺς εἰς φυλὴν ἣν ἂν βούλωνται ICos ED 33.3 (III a.C.), ἐς τὸ βουλευτικὸν ἐσγραφείς D.C.48.43.2, ἐς ἃς (στήλας) οἱ νόμοι D.C.37.9.2
fig. ἐκεῖνον ἔς τε τοὺς φίλους καὶ ἐς τοὺς συμμάχους ἐσέγραψε D.C.36.53.6.
II en v. med.
1 hacerse escribir μαντεῖα S.Tr.1167.
2 c. ac. del pron. refl. inscribirse οὐδὲ ἐσεγράψαντο ἑαυτοὺς οὔτε ἐς τὰς Ἀθηναίων σπονδὰς οὔτε ἐς τὰς Λακεδαιμονίων Th.l.c., ἐς καταλόγους αὑτοὺς Ῥωμαϊκούς Procop.Pers.1.15.25.

German (Pape)

[Seite 741] einschreiben; τινὰ εἰς τοὺς φίλους καὶ συμμάχους, ihn unter die Freunde u. Bundesgenossen aufnehmen, D. Cass. 36, 36; εἰς στήλας 37, 9. – Med., sich Etwas ein-, aufschreiben; μαντεῖα Soph. Tr. 1157; sich einschreiben lassen, ἑαυτοὺς εἰς τὰς Ἀθηναίων σπονδάς Thuc. 1, 31, ließen sich in das Bündniß aufnehmen.

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἐσγράφω;
inscrire sur;
Moy. εἰσγράφομαι;
1 inscrire pour soi;
2 se faire inscrire parmi ou dans.
Étymologie: εἰς, γράφω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσγράφω: μέλλ. -ψω, ἐγγράφω, καταγράφω, τινὰ εἰς τοὺς φίλους Δίων Κ. 36. 36: Μέσ., ἐς τὰς σπονδὰς ἐσγράψασθαι, ἐγγραφῆναι εἰς τὰς σπονδάς, εἰς τὴν συμμαχίαν, Θουκ. 1. 31, ἔνθα ἴδε Πόππον: ὡσαύτως ἁπλῶς καταγράφω, μαντεῖα … εἰσεγραψάμην πρὸς τῆς πατρῴας... δρυὸς Σοφ. Τρ. 1167 (ὁ Ἐλμσλ. ἐξεγραψάμην, κατὰ τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 982).

Greek Monotonic

εἰσγράφω: [ᾰ], μέλ. -ψω, εγγράφω, καταγράφω — Μέσ., ἐς τὰς σπονδὰς εἰσγράψασθαι, να εγγράφομαι (ως επιγραφή) πάνω σε ή να γίνομαι δεκτός σε ένα συνασπισμό, μία συμμαχία, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. ψω
to write in, inscribe:—Mid., ἐς τὰς σπονδὰς εἰσγράψασθαι to have oneself written or received into the league, Thuc.

Lexicon Thucydideum

adscribendum curare, to see to enrolling, 1.31.1, [vulgo commonly ἐπεγρ.]