κατασκέπτομαι

From LSJ
Revision as of 14:31, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκέπτομαι Medium diacritics: κατασκέπτομαι Low diacritics: κατασκέπτομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: katasképtomai Transliteration B: kataskeptomai Transliteration C: kataskeptomai Beta Code: kataske/ptomai

English (LSJ)

later pres., = κατασκοπέω (q.v.), Just.Nov.22 Praef.: impf., Plb.3.94.7.

German (Pape)

[Seite 1378] genau betrachten; aor., εἰ καὶ ἄλλο τι μένοι, Xen. Cyr. 7, 1, 39; fut., Pol. 3, 95, 6 u. Sp., die auch das praes. haben, Pol. 3, 94, 7.

French (Bailly abrégé)

examiner avec soin.
Étymologie: κατά, σκέπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατασκέπτομαι: смотреть, высматривать, разведывать (κατασκέψασθαι, εἴ πῃ καὶ ἄλλο τι μένοι τῶν πολεμίων Xen.; τὰ τῶν πολεμίων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατασκέπτομαι: μεταγ. τύπος, (= σκοπιωροῦμαι καὶ σκοπιάζω), ἀπό τινος ὑψηλοτέρου τόπου, πύργου, ἢ ἄλλου ὑψώματος παρατηρῶ τὰς κινήσεις τοῦ ἐχθροῦ, ὁ ἐνεστ. παρὰ Πολυβ. 3. 94, 7,= κατασκοπέω, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

κατασκέπτομαι (Α)
κατασκοπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σκέπτομαι «εξετάζω, θεωρώ»].

Greek Monotonic

κατασκέπτομαι: μεταγεν. τύπος -κατασκοπέω, βλ. αυτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σκέπτομαι nauwkeurig observeren.

Lexicon Thucydideum

speculari, to spy, reconnoiter, 6.50.4, 6.50.5, 6.62.1.