κατασκέπτομαι
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
later pres., = κατασκοπέω (q.v.), Just.Nov.22 Praef.: impf., Plb.3.94.7.
German (Pape)
[Seite 1378] genau betrachten; aor., εἰ καὶ ἄλλο τι μένοι, Xen. Cyr. 7, 1, 39; fut., Pol. 3, 95, 6 u. Sp., die auch das praes. haben, Pol. 3, 94, 7.
French (Bailly abrégé)
examiner avec soin.
Étymologie: κατά, σκέπτομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατασκέπτομαι: смотреть, высматривать, разведывать (κατασκέψασθαι, εἴ πῃ καὶ ἄλλο τι μένοι τῶν πολεμίων Xen.; τὰ τῶν πολεμίων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κατασκέπτομαι: μεταγ. τύπος, (= σκοπιωροῦμαι καὶ σκοπιάζω), ἀπό τινος ὑψηλοτέρου τόπου, πύργου, ἢ ἄλλου ὑψώματος παρατηρῶ τὰς κινήσεις τοῦ ἐχθροῦ, ὁ ἐνεστ. παρὰ Πολυβ. 3. 94, 7,= κατασκοπέω, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
κατασκέπτομαι (Α)
κατασκοπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σκέπτομαι «εξετάζω, θεωρώ»].
Greek Monotonic
κατασκέπτομαι: μεταγεν. τύπος -κατασκοπέω, βλ. αυτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σκέπτομαι nauwkeurig observeren.