τύρρις
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
German (Pape)
ἡ, auch τύρσις, ἡ, der Turm, lat. turris; Pind. παρὰ Κρόνου τύρσιν, Ol. 2.70; bes. Mauerturm od. Festungsturm, Befestigungswerk; eine mit Mauern befestigte Stadt, ein mit einer Mauer umgebenes Haus; τύρσεσιν Xen. Cyr. 7.5.10, An. 4.4.2, aber τύρσιος, 7.8.12 und oft; Sp.; vgl. Dion.Hal. 1.26.
Greek Monolingual
τύρσις και τύρρις, -εως, ἡ, Α
1. πύργος
2. πύργος τείχους, προμαχώνας
3. περιτειχισμένη πόλη ή οχυρωμένη οικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πιθανότατα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhergh- / dhŗgh- «κλειστός, συμπαγής» και συνδέεται με το ιλλυρικό τοπωνύμιο -dorgis (πρβλ. Βουδοργίς) και το περσ. τοπωνύμιο Τύρρα / τύρσα (από όπου τα εθνικά Τυρσηνοί και Tusci, πρβλ. Ετρούσκοι). Παράλληλα με το ελλ. τύρσις / τύρρις μαρτυρείται το λατ. turris «πύργος» (πρβλ. γαλλ. tour), το οποίο από τη Λατινική δανείστηκε και η Γερμανική (πρβλ. γερμ. Turm)].