Τεύκρος
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Greek Monolingual
ο / Τεῦκρος, ΝΑ
1. μυθ. α) γιος του ποτάμιου θεού Σκαμάνδρου και της Ιδιαίας, παλαιός βασιλιάς της Τρωάδας
β) γιος του Τελαμώνος και της Ησιόνης, ετεροθαλής αδελφός του Αίαντος μαζί με τον οποίο πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο
2. στον πληθ. Τεύκροι, Τεῦκροι- λαός της Τρωάδας, ο οποίος συχνά ταυτίζεται με τους Τρώες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για πελασγ. τ. με σημ. «τοξότης», ενώ, κατ' άλλους, σημαίνει «γιος της παλλακίδας» (πρβλ. τεῦχρος)].