ἐπίφθονος
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
ον,
A liable to envy or jealousy, looked on with jealousy, odious, αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐ. γίνονται Hdt.4.205 ; γνώμη πρὸς ἀνθρώπων ἐ. Id.7.139 ; μηδ'..ἐ. πόρον τίθει A.Ag.921 ; τινι by one, E.Med.303, Supp.893 ; εἴ τῳ θεῶν ἐ. ἐστρατεύσαμεν Th.7.77 ; [πενία] ἥκιστα ἐ. X.Smp.3.9 ; -ώτεραι (sc. αἱ ἐμαὶ διατριβαί) Pl.Ap. 37d, cf. R.502d ; ἐπίφθονόν ἐστι c. inf., it is invidious, hateful to.., Ar.Eq.1274 ; εἴ τῳ μακαρίως -ώτερον εἰπεῖν Arist.EE1215a10 ; τὸ ἐ. envy, ἐπὶ μεγίστοις τὸ ἐ. λαμβάνειν Th.2.64. 2 Act., bearing a grudge against, τινι A.Ag.133 (lyr.) : abs., malignant, hostile, Id.Eu. 376 (lyr.), Sammelb.3924.35 (i A. D.) ; τὸ δαιμόνιον..ἐ. App.Pun.59 ; ἐ. βλέμμα Hld.4.5. II Adv. ἐπιφθόνως, διακεῖσθαί τινι to be liable to his hatred, Th.1.75 ; ἐ. διαπράξασθαί τι in an invidious manner, Id.3.82 ; ἥκιστα ἐ. with least invidiousness, X.Cyr.7.5.37. 2 ἐ. ἔχειν πρός τινα to be at enmity with him, ib.3.3.10,8.2.28.
German (Pape)
[Seite 1000] 1) akt., hassend, feindlich gesinnt, οἴκῳ γὰρ ἐπ. Ἄρτεμις Aesch. Ag. 133; Suppl. 198; Eur. Suppl. 893; neidisch, mißgönnend, τὸ θεῖον ἀνώμαλον καὶ ἐπίφθονον App. B. C. 8, 59. Gew. – 2) pass., verhaßt, πόρος Aesch. Ag. 895; Eur. Med. 303; Her. 4, 205; hassens-, tadelnswerth, λοιδορῆσαι τοὺς πονηροὺς οὐδέν ἐστ' ἐπίφθονον Ar. Equ. 1274; γνώμην ἀποδέξασθαι ἐπίφθονον πρὸς τῶν πλεόνων ἀνθρώπων Her. 7, 139, eine Meinung, die von der Mehrzahl übel aufgenommen wird; ἐπίφθονος γὰρ ἡ προσποίησις τῆς τοιαύτης ἐπιστήμης Plat. Lach. 184 b, gehässig, ὑμῖν βαρύτεραι καὶ ἐπιφθονώτεραι αἱ ἐμαὶ διατριβαὶ γεγόνασιν Apol. 37 d; ἐπίφθονον πρᾶγμα καὶ οὐ δίκαιον ποιεῖν Is. 2, 23; Sp.; der Mißgunst ausgesetzt, ἐπίφθονον κτῆμα χρυσός Plat. Legg. XII, 956 a; εἴ τῳ θεῶν ἐπίφθονοι ἐστρατεύσαμεν, das Mißfallen eines Gottes erregend, Thuc. 7, 77, ἐπὶ μεγίστοις τὸ ἐπίφθονον λαμβάνειν, sich Neid zuziehen, 2, 64; Sp. – Adv. ἐπιφθόνως, z. B. διακεῖσθαί τινι, bei Jem. rerhaßt sein, Thuc. 1, 75; τὶ διαπράξασθαι, so daß man sich Haß zuzieht, 3, 82; ἔχειν πρὸς ἀλλήλους, mißgünstig gegen einander sein, Xen. Cyr. 8, 2, 26.