προσάγω
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
[ᾰ], aor. 2 προσήγᾰγον: for aor. 1 προσῆξα v. infr. A.11.3 fin.: fut. Med. (in pass. sense), Th.4.115: once ποσάγω (q.v.):—
A bring to or upon, τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε; Od.17.446, cf. E. Med.993 (lyr.); π. δῶρά τινι h.Ap.272; ἄστει κόσμον Pi.I.6(5).69; θυσίας τινί Hdt.3.24; βοσκήματα S.Tr.762; τῳ θεῶν ὕμνους ἢ χορείας Pl.Lg.799b; ἱερεῖα τοῖς βωμοῖς Poll.1.27; ποταγόντω . . τὰ ἱερεῖα . . ποτὶ τὸν βωμόν SIG1010 (Chalcedon); π. πάντα ἱκανά furnish, supply, X.Cyr.5.2.5; ἁρμαμάξας ib.4.3.1; λίθους PCair.Zen.34.13 (iii B. C.). 2 put to, add, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον προσῆγε (v.l. προῆγεν) Hdt.9.92; of exercises and food, ἐξ ὀλίγου π. Hp.Insomn.89; cf. προσαγωγή 11.5. 3 bring to, move towards, apply, τὴν ἄνω γνάθον π. τῇ κάτω Hdt.2.68; μὴ π. τὴν χεῖρά μοι lay it not on me, Ar. Lys.893; π. κεγχρώμασιν ὀφθαλμόν apply it closely, E.Ph.1386; π. τὴν ῥῖνά τινι Diod.Com.2.39; πρὸς τὸ στόμα τὰς χεῖρας Arist.HA587a27: esp. of medical applications, ἤπια [ἰήματα] μετὰ τὰ ἰσχυρά Hdt.3.130; προσαχθέντος φαρμάκου Orib.46.1.125: metaph., [παιδιὰς] π. φαρμακείας χάριν Arist.Pol.1337b41; παρρησίαν καὶ δηγμὸν ἀνθρώπῳ δυστυχοῦντι Plu.2.69a. 4 of meats, etc., set before, βρώματά τινι X.Cyr.1.3.4, cf. Plu.2.126a, etc. 5 metaph., π. ὅρκους σφι put oaths to them, make them take oaths, Hdt.6.74. 6 in military sense, bring up for the attack, move on towards, π. πύλαις λόχον E.Ph.1104; τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν Th.1.64; τὸ στράτευμα ἀντίπρῳρον π. X.HG7.5.23; [στρατιὰν] π. πρὸς πολεμίους Id.Cyr.1.6.43; v. infr. 11: so also π. μηχανὰς πόλει Th.2.76, cf. X.HG2.4.27, etc.; μηχανῆς μελλούσης προσάξεσθαι (in pass. sense) Th.4.115; π. βίαν τοῖς τείχεσι, τῇ πόλει, etc., D.S.11.32, 12.46, etc. 7 metaph., π. βίαν τοῖς πολεμίοις Id.15.68, cf. PTeb.61 (b).33 (ii B.C., Pass.), etc.; τὰς ἀνάγκας Th.1.99; συκοφαντίαν π. τοῖς πράγμασι D.19.98; δεινὰν π. τόλμαν apply or put forth daring, E.Med.859 (lyr.); γράψας . . τίνα οἰκονομίαν προσαγήγοχας what steps you have taken, PCair.Zen.240.10 (iii B. C.); πολλῶν φόβων προσαγομένων X.An.4.1.23; π. ἡδονάς Pl.Lg.798e. 8 bring to or before, τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους X.Cyr.3.2.12, cf. HG3.4.8, etc.; bring in, bring with one, Is.8.16; introduce, πρὸς τὸν δῆμον Th.5.61; πρὸς τὴν βουλήν And.1.111, cf. Lys.6.29; π. τοὺς πρέσβεις (i. e. before the assembly) D.18.28, cf. 213; πρεσβείαν ἐλθοῦσαν π. πρὸς βουλὴν καὶ δῆμον IG12.39.12; introduce at court, X.Cyr.1.3.8; bring a person into a law-court as defendant or as witness, PHal.8.5 (iii B. C.), etc. b introduce in writing, λόγῳ π. ὅτι .. introduce the statement... Arist.Cael.304a13; π. [ἡλικίαν] πρὸς μάθησιν Id.Pol.1336a24; [παιδάριον] π. πρὸς τὰ μαθήματα PSI4.340.24 (iii B. C.); τὰ λοιπὰ μυθικῶς προσῆκται have been introduced, Arist.Metaph.1074b4. 9 bring hither, lead on, τίς [σε] προσήγαγεν χρεία; S.Ph.236; ἐλπίς μ' ἀεὶ προσῆγε E.Andr.27:—Pass., οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ π. Th.3.48; βίᾳ ib.95; ἄκοντες π. ὑπ' Ἀθηναίων ib. 63, cf. X.HG6.1.7. 10 Pass., to be brought over, attached to the cause of, c. dat., εἴ πως σφίσιν προσαχθείη Th.2.77: abs., προσήγεσθε ὑπ' Ἀθηναίων Id.3.63; cf. B.1. 11 increase a rent or other charge, PTeb.72.187 (Pass.), 200 (ii B. C.); προσηγμένων τοῖς ἀπαιτησίμοις ib.217; ᾧ προσάγω ὑπὲρ ἐπιθέματος ἄλλας δραχμὰς ἑξήκοντα PRyl.99.7 (iii A. D.). 12 = προσαγγέλλω, announce, report, PTeb.60.69 (ii B. C.), etc. 13 debit a person with an amount, charge it to him, συνέβη ναῦλον ἡμῖν προσάγεσθαι τοῦ πλοίου PCair.Zen.368.28, cf. 326.16 (iii B. C.). II seemingly intr. (sc. ἑαυτόν, στρατόν, etc.), draw near, approach, X.HG3.5.22; πρός τινας LXX 3 Ki.18.21; esp. in a hostile sense, advance against, attack, π. πρὸς τὸ κέρας X.An.1.10.9, etc.; κώμῃ τινί Arr.An.2.3.4; δι' ἀπάτης τοῖς βασιλεῦσι Plu.2.800a; ἐγγυτέρω ταῖς ἐλπίσιν Id.Galb.9; τοῖς τετταράκοντα [ἔτεσι] Id.Pomp.46; πόταγε (Dor. for πρόσαγε) come on! Theoc.1.62, 15.78; μαλακῶς π. [γυναικί] make advances to a woman in an effeminate manner, Plu.2.240e; of Time, τῆς προσαγούσης τρύγης the approaching vintage, Sammelb.5810.16 (iv A.D.). 2 (sc. ναῦν) bring to, come to land, τόποις Plb.1.54.5, etc.; Ῥόδῳ Apollod.2.1.4codd. 3 δυσχερῶς προσῆγον πρὸς τὰς εἰσφοράς dub.l. in Plb.5.30.5 (πως εἶχον πρὸς Hultsch): ὅσων προσῆξαν is f.l. in Th.2.97 (ὅσωνπερ ἦρξαν Dobree). B Med., bring or draw to oneself, attach to oneself, bring over to one's side, σοφίῃ αὐτούς, οὐκ ἀγνωμοσύνῃ προσηγάγετο Hdt.2.172; ἀνάγκῃ προσάγεσθαί τινα Id.6.25, cf. Th.1.99; τἀρετῇ π. πόσιν E. Andr.226; ἀπάτῃ π. τὸ πλῆθος Th.3.43; χρήμασι καὶ δωρεαῖς τὸν δῆμον προσάγεσθαι Pl.Lg.695d; τῷ ποιεῖν εὖ π. τὰς πόλεις Isoc.4.80; θεραπείαις Id.3.22; so [ἵππον] ἠρεμαίως π. τῷ χαλινῷ X.Eq.9.5; συμμάχους καὶ βοηθοὺς π. Id.Mem.3.4.9; τὴν τῶν Ἀθηναίων ξυμμαχίαν Th.5.82; πάντων π. ὄμματα draw all eyes upon oneself, X.Smp.1.9. 2 abs., draw to oneself, embrace, Ar.Av.141, X.Cyr.7.5.39, Pl.R.439b; ἥ γ' ἐμὴν γενειάδα προσήγετ' ἀεὶ στόματι E.Supp.1100. 3 c. inf., ἡ Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν . . ἡμᾶς . . προσήγετο put us upon considering, S.OT131; προσάξομαι δάμαρτ' ἐᾶν σε . . will induce her to suffer thee... E.Ion659. II take to oneself, take up, ὀστᾶ Id.Supp.949; τὰ ναυάγια Th.8.106. 2 get for oneself, procure, import, ὧν δεῖται X.Vect.1.7; τὰ προσαχθέντα imports, ib.4.18. 3 αἷς [ταῖς προβοσκίσι] π. εἰς τὸ στόμα τὴν τροφήν with which they bring it to their mouths, Arist.HA523b31, cf. 526a28, PA685b10. 4 μηδὲ προσάγου τῷ πράγματι χειμῶνας ἑτέρους do not add further troubles, Men.187; π. τὸν χρόνον καὶ τὸν πόνον employ it for one's own advantage, Plb.29.17.4. 5 μάρτυρα π. cite as witness, Plu.2.1049b.
German (Pape)
[Seite 747] (s. ἄγω, προσῆξαν Thuc. 2, 97), herbei-, hinzuführen, -bringen; τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε, Od. 17, 446; δῶρά τινι, Einem Geschenke darbringen, H. h. Apoll. 272, wie θυσίας τινί, Her. 3, 24; ἄστει κόσμον προσάγων, Pind. I. 5, 69; ὡς σκάφος στρέβλαισι ναυτικαῖσιν ὡς προσηγμένον, Aesch. Suppl. 436; βοσκήματα, Soph. Trach. 759; τίς σε προσήγαγεν χρεία; Phil. 236, er braucht auch das med., ἡ Σφὶγξ σκοπεῖν ἡμᾶς τἀφανῆ προσήγετο, O. R. 131, brachte uns dahin, vermochte uns dazu, παισὶν ὀλέθριον βιοτὰν προσάγεις, Eur. Med. 993; Νηΐταις πύλαις λόχον, Phoen. 1111; u. med. sich zuführen, erlangen, τῇ 'ρετῇ προσηγόμην πόσιν, Andr. 225; προσάξομαι δάμαρτα, Ion 659, umarmen, Ar. Av. 141; – ἐγγύτατα προσάγειν, Plat. Soph. 234 e; auch Lebloses, Xen. Cyr. 5, 2, 5; παροψῖδάς τινι, 1, 3, 4; προσάγειν τινὶ ὅρκον, Einem einen Eid zuschieben, d. i. ihn den Eid leisten lassen, Her. 6, 74; – πρὸς τὸν δῆμον οὐ προσῆγον, die Gesandten in die Volksversammlung, Thuc. 5, 61; bei Hofe, Xen. Cyr. 1, 3, 8; auch = als Bürger zulassen, Lys. 6, 29. – Med. zu sich führen, an sich locken, auch in schlimmem Sinne, versuchen wozu, χρήμασι καὶ δωρεαῖς τὸν Περσῶν δῆμον προσαγόμενος, Plat. Legg. III. 695 d; Ggstz von ἀπωθεῖν, Rep. IV, 439 b; προσαγόμενοι τὰς πόλεις, Isocr. 4, 80, Her. προσηγάγετο αὐτούς, er brachte ste auf seine Seite, 2, 172; ἀπάτῃ προσάγεσθαι τὸ πλῆθος, Thuc. 3, 43. 48 u. öfter; aber μελλούσης προσάξεσθαι hat pass. Bdtg, 4, 115; θεραπείαις προσαγαγέσθαι, Isocr. 3, 22; Dem. 2, 8; τῇ τῶν τρόπων ἐπιεικείᾳ πάντας προσηγάγετο, D. Sic. 1, 54, vgl. 15, 8; ὄμματα, die Augen auf sich ziehen. – Intraus., sc. τὸ στράτευμα, anrücken, Xen. An. 1, 10, 9 u. oft, πρὸς πολεμίους, Cyr. 1, 6, 43; sc. ναῦν, landen. Pol. 1, 54, 5; Apollod. 2, 1, 4, sc. ἑαυτόν, sich nähern; πρόσαγε, frisch ans Werk, mache dich daran, Theocr. 1, 62; ὧδε, komm hierher, 15, 78-