κάθημαι
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
Ion. κάτ-, 2sg. κάθησαι (Ion.
A κάτ- Hdt.3.134) X.Cyr.3.1.6, prob.in Call.Sos.vi4, κάθῃ Hyp.Fr.115, Act.Ap.23.3, dub.l.in Com.Adesp.1203, (προ-) Them.Or.13.171a codd.; 3sg. κάθηται Ar.Lys. 597, Pl.Ap.35c, D.9.70, SIG987.26 (Chios, iv B.C.); Ion. 3pl. κατέαται Hdt.2.86; imper. κάθησο Il.2.191, E.IA627; κάθου Ar.Fr.620, Anaxandr.13, Men.1017, Alex.224; κάθουσο Sch.Theoc.11.42; 3sg. καθήσθω A.Pr.916; 3pl. καθήσθωσαν IG9(2).1109.38 (Thess.); subj. καθῶμαι, κάθῃ Cratin.277, καθῆται Ar.Eq.754; opt.καθοίμην Id.Ra.919, prob.in Id.Lys.149; inf.καθῆσθαι; part.καθήμενος: impf.ἐκαθήμην Ar. Ec.152, D.48.31, etc., ἐκάθητο h.Bacch.14, Ar.Av.510, Th.5.6, ἐκάθησθε Ar.Ach.638, ἐκάθηντο, Ion. ἐκατέατο v.l. in Hdt.3.144, 8.73; also without syll. augm.καθῆστο Il.1.569, E.Ba.1102, Ph.1467, Pl.R.328c, Is.6.19, καθῆτο D.18.169,217; Ion. κατῆστο Hdt.1.46, καθῆσθε D. 25.21 (with vv. ll.), καθῆντο Ar.Ec.302, v.l. in Th.5.58; Ep. καθήατο Il.11.76; Ion. κατέατο Hdt.3.144, 8.73, 9.90 (v.l. καθ-): the later fut. καθήσομαι LXXLe.8.35, Ev.Luc.22.30 is corrupt in E.Fr.960:—to be seated, sit, αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il.2.191; κάθησ' ἑδραία E.Andr.266: freq. in part., πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος Il.16.407; ἐπ' ἀκτῆς κλαῖε κ. Od.5.82; κ. οἶος ἐν Ἴδῃ Il.8.207; ἐν ἀγῶνι κ. 23.448; κλαῖον δ' ἐν λεχέεσσι κ. Od.10.497; θύρῃσι κ. 17.530; ἐπὶ ταῖσι θύραις Ar.Nu.466; αὐτόθεν ἐκ δίφροιο κ. even from his seat as he sat there, Od.21.420; καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων S.Ant.411; ἐκ μέσου κατῆστο sate aloof, remained neutral, Hdt.3.83, cf. 4.118,8.73; ἐν θρόνῳ κ. Id.2.149; θρόνῳ κ. E.El.315; κ. πρὸς τάφῳ Id.Hel.1084; πρὸς τὸ πῦρ Ar.V.773; ἐπὶ δίφρου Pl.R.328c; ἐπὶ τῶν ἵππων X.Cyr.4.5.54; ἐπὶ τοῦ ἅρματος Act.Ap.8.28; ἐς τοὐργαστήριον Alciphr.3.27: c. acc. cogn., ἕδραν κ. E.Heracl.55: c. acc. loci, sit on, ὀφρύην ib. 394. 2 esp. of courts, councils, assemblies, etc., sit: οἱ καθήμενοι the judges, the court, And.1.139, D.6.3, etc.; δικαστὰς οὐχ ὁρῶ καθημένους Ar.Nu.208; ὑμεῖς οἱ καθήμενοι you who sit as judges, Th. 5.85; οὐκ ἐπὶ τούτῳ κ. ὁ δικαστής Pl.Ap.35c; κ. ὑπὲρ τῶν νόμων D.58.25; of the βουλή, And.1.43; βουλῆς περὶ τούτων καθημένης D.21.116; of an assembly, X.An.5.10.5; οἱ κ. the spectators in a theatre, Hegesipp. 1.29. 3 sit still, sit quiet, ὕψι περ ἐν νεφέεσσι καθημένω Od. 16.264; σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθήατο (for ἐκάθηντο) Il.11.76; ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο Hdt.1.46; μετὰ κόπον κ. rest after labour, S.Fr. 479.3: and, in bad sense, sit doing nothing, lie idle, Il.24.403, Hdt. 3.134; of an army, Id.9.56, Th.4.124; of a boat's crew, PCair.Zen. 107.6 (iii B.C.); οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί D.11.17, cf. 2.23, S.Fr.142.20, etc.; also, of an army, to have its quarters, be encamped, περὶ τὰς Ἀχαρνάς Th.2.20, cf. 101; ἐχθρῶν ὑπ' αὐτοῖς τείχεσιν καθημένων E.Ph.752. 4 reside in a place, LXXNe.11.6; λαὸς καθήμενος ἐν σκοτίᾳ Ev.Matt.4.16; settle, εἰς Σινώπην Muson.Fr. 9p.43H. 5 lead a sedentary, obscure life, ἐν σκότῳ καθήμενος Pi. O.1.83; ἔσω καθημένη A.Ch.919; αἱ βαναυσικαὶ [τέχναι] ἀναγκάζουσι καθῆσθαι X.Oec.4.2; to be engaged or employed, esp. in a sedentary business, ἐπ' αὐτῷ τούτῳ Hdt.2.86; κ. ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, of bankers, D.49.42, cf. 45.33; ἐπ' ἐργαστηρίου Id.59.67; ἐπὶ τοῦ . . ἰατρείου Aeschin.1.40; καθῆσθαι ἐν πόλει, opp. ζῆν ἐν Χωρίῳ, Muson.Fr.11p.59H. 6 sit as a suppliant, ἐν Δελφοῖσι Hdt.5.63, cf. Orac.ib. 7.140. 7 of districts and countries, lie, Χωρία ὁμοίως καθήμενα Thphr.HP8.8.7. b to be low-lying, τὰ λεῖα καὶ καθήμενα Ael.VH 3.1, cf. NA16.12; πεδίον κ. Him.Or.14.17; πόπανον . . κ. δωδεκόμφαλον prob. flat in the middle, IG22.1367. 8 of a statue, to be placed, Pl.Smp.215b, Arist.Pol.1315b21. 9 of things, to be set or placed, λαγῴοις ἐπ' ἀμύλῳ καθημένοις Telecl.32, cf. Pherecr.108.17; τὸ πηδάλιον κ. πλάγιον Arist.Mech.851a4, cf. ib.13.
German (Pape)
[Seite 1284] (s. ἧμαι), ion. κάτημαι; inf, καθῆσθαι; conj. κάθωμαι, Eur. I. A. 1177, καθώμεθα Hel. 1084, wie Dem. 4, 44, aber καθῆται Ar. Equitt. 751; opt. καθοίμην, Ar. Lys. 149 (v. l. καθήμεθα), καθοῖτο Ran. 919; Xen. Cyr. 5, 1, 7; Plat. Theag. 130 e; κάθῃ, = κάθησαι, Hyperid. bei B. A. 100, 32, vgl. Lob. zu Phryn. 360; imperf. ἐκαθήμην, auch καθῆστο, Eur. Bacch. 1102 u. Plat., καθῆντο Ar. Eccl. 302, καθῆσθε Dem. 25, 22, v. l. ἐκάθησθε, s. Poll. 3, 89; – sitzen, dasitzen, sich niederlassen; αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il. 2, 191; ἀκέουσα καθῆστο, schweigend saß sie da, 1, 569; ἕκηλοι σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθείατο 11, 76; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16, 407; ἐπ' ἀκτῆς Od. 5, 82; ἐν λεχέεσσι 10, 497; behaglich sitzen, thronen, 16, 264; übh. sich wo aufhalten, bes. ruhig verweilen, βουσὶν ἐπ' ἀλλοτρίῃσι, bei fremden Ochsen, 20, 221; ἐν σκότῳ καθήμενος Pind. Ol. 1, 83; οὔτοι κάθησθε δωμάτων ἐφέστιοι ἐμῶν Aesch. Suppl. 360; προσπεσόντα βωμῷ καθῆσθαι τῷ Ποσειδῶνος Soph. O. C. 1160; καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων Ant. 407, wo ἐκ aus dem Zusammenhange klar ist, von dort aus spähend; ἕδραν Eur. Heracl. 55; θρόνῳ El. 315 (ἐν θρόνῳ Plat. Prot. 315 c, ἐπὶ δίφρου Rep. I, 328 c); ἀσπίδων ἔπι Phoen. 1476; πρὸς τὸ πῦρ Ar. Vesp. 773; ἐπὶ τῇ τραπέζῃ Dem. 49, 42; κατήμενος ἐν τῇ τάξι Her. 9, 72) bes. ruhig dasitzen, sich ruhig, müßig verhalten, ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι 3, 134; ἐν πένθεϊ μεγάλῳ 1, 45; ἐβούλετο προϊέναι καὶ μὴ καθῆσθαι Thuc. 4, 124, wie Dem. vrbdt μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους, 4, 9; οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί 11, 17; sich lagern, καθημένου αὐτοῦ περὶ τούτους τοὺς χώρους Thuc. 2, 101, wie 2, 20, von einer Belagerung. – Es ist auch das eigtl. Wort von den zu Gericht sitzenden Richtern, Ar. Nubb. 208; οὐ γὰρ ἐπὶ τούτῳ κάθηται ὁ δικαστής Plat. Apol. 35 c, öfter; Aesch. 1, 162; οἱ καθήμενοι = σύνεδροι Thuc. 5, 85; die Zuschauer, Hegesipp. Ath. VII, 290 b. – Aufgestellt sein, stehen, οἱ Σειληνοὶ οἱ ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθήμενοι Plat. Conv. 215 a; ἀ νδριάντα ἐν τῇ ἀγορᾷ καθήμενον Arist. Pol. 5, 12; – gelegen sein, Ηλις ἡ Διὸς γείτων κάθηται Eur. bei Strab. VIII, 563. – Von Gegenden, niedrig liegen, Ael. V. H. 3, 1, χωρία H. A. 16, 12, v. l. καθειμένα.