χρυσεότευκτος
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
ον,
A = χρυσότευκτος (q. v.), Id.H.55.18.
German (Pape)
[Seite 1380] = χρυσότευκτος; στέφανος Eur. Med. 984; Orph. H. 54, 18.