ἐπιστρεφής
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ές,
A turning one's eyes or mind to a thing, attentive, ῥήτωρ X.HG6.3.7; θεός Plu.2.276a; ἐπιστρεφεῖς πρὸς τὴν θεραπείαν Phld.Ir.p.21 W. 2. exact, strict, severe, καταγραφαί D.H.10.33 (Comp.); ἀρχή Hdn.7.8.7; δίαιτα Id.5.2.5. Adv. -φῶς, Ion. -φέως, earnestly, vehemently, εἴρετο ἐ. Hdt.1.30; ἐ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aeschin.1.71; ἐ. πάνυ καὶ θρασέως D.H.7.34: Comp. -έστερον UPZ 24.24 (ii B.C.), Phleg.Olymp.Fr.1, etc.; cf. ἐπιστρέφω 11.5:—ἐπιστρεφῶς is v.l. for ἐπιστρόφως in Eub.150.7 = Ephipp.3.10. II. flexible, supple, ἰσχίον Philostr.Gym.35: metaph., modulated, varied, φωνὴ ἐ., of the nightingale, Arist.HA632b24. 2. = ἐπιστρεπτικός, μερισμός Dam.Pr.272; νοῦς ib.304.
German (Pape)
[Seite 985] ές, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; ῥήτωρ Xen. Hell. 6, 3, 7; καὶ πολυωρητικὴ θεός Plut. Qu. Rom. 46; – angespannt, streng, καὶ στρατιωτικὴ δίαιτα Hdn. 5, 2; καὶ κόσμιος ἀρχή 7, 8; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie, 7, 10; ἐπιστρεφεστέρας τὰς καταγραφὰς γιγνομένας D. Hal. 10, 33; – φωνή, modulirt, von der Nachtigall, Arist. H. A. 9, 49. – Adv. ἐπιστρεφῶς, ion. ἐπιστρεφέως, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit, εἴρετο Her. 1, 30; καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aesch. 1, 71; καὶ θρασέως καθήπτετο D. Hal. 7, 34.