ἐμπολάω
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
impf.
A ἠμπόλων Ar.V.444, (ἀπ-) E.Tr.973: fut. -ήσω S.Ant.1063: aor. ἠμπόλησα, but in Is.11.43 ἐνεπόλησα (Scaliger for ἐνέπωλ-): pf. ἠμπόληκα S.Aj.978, Ar.Pax367; late ἐμπεπόληκα Luc.Cat.1:—Med. (v. infr.):—Pass., aor. ἠμπολήθην S.Tr.250: pf. ἠμπόλημαι, Ion. ἐμπ (ἐξ-) Hdt.1.1, S.Ant.1036:—get by barter or traffic, once in Hom., in Med., βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο they were getting much substance by traffic, Od.15.456:—Act., get by sale, ἐξ ὧν [προβάτων etc.] ἐνεπόληλαν τετρακισχιλίας [δραχμάς] Is. l.c., cf. X.An.7.5.4: hence, earn, procure, τό γ' εὖ πράσσειν . . κέρδος ἐμπολᾷ S.Tr.93. 2 deal or trafficin, ἐμπολᾶτε τἀπὸ Σάρδεων ἤλεκτρον Id.Ant.1037; purchase, buy, Id.OT1025, Ar.V.444, Pax367,563, etc.; οὐκ ἐλεύθερος ἀλλ' ἐμποληθείς S.Tr.250:—Med., λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν E.Cret.7. 3 ἐ. τὴν ἐμὴν φρένα make profit of my mind by dealing with me, S.Ant. 1063. II abs., traffic, ἵν' ἐμπολᾷ βέλτιον Ar.Pax448; νυνὶ δὲ πεντήκοντα δραχμῶν ἐμπολῶ to the amount of 50 drachmae, ib.1201; οὐκέτ' ἐμπολῶμεν οὐδ' εἰς ἥμισυ Id.Th.452. 2 metaph., deal or fare in any way, ἠμποληκότα τὰ πλεῖστ' ἀμείνονα having dealt in most things with success, A.Eu.631; κάλλιον ἐμπολήσει will fare better in health, Hp.Morb.4.49; ἆρ' ἠμπόληκας ὥσπερ ἡ φάτις κρατεῖ; S.Aj. 978. III ἐμπολῶντο· ἐνεβάλλοντο, Hsch.
German (Pape)
[Seite 816] perf. ἠμπόληκα, aber auch ἐμπεπόληκα, Luc. Catapl. 1, vgl. ἀπεμπ. u. ἐξεμπ. (ἐμπολή); einkaufen, erhandeln; Hom. nur im med., βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο, sie erhandelten viel Güter, Od. 15, 456; ἐμπολᾶτε τὸν πρὸς Σάρδεων ἤλεκτρον Soph. Ant. 1024; οὐκ ἐλεύθερος, ἀλλ' ἐμποληθείς Tr. 249; ἐμπολητός Phil. 415; Ar. Pax 367 u. öfter; für Verkauftes einnehmen, ἐξ ὧν (προβάτων, κριθῶν, οἴνου) ἐνεπόλησαν (Bekker noch ἐνεπώλησαν) τετρακισχιλίας δραχμάς Isae. 11, 43; οὐδ' ὀβολὸν ἐμπεπολήκαμεν, auch nicht einen Obolus haben wir eingenommen, verdient, Luc. Catapl. 1; übertr., τό γ' εὖ πράσσειν, ἐπεὶ πύθοιτο, κέρδος ἐμπολᾷ, trägt Gewinn ein, Soph. Tr. 93; ἀπὸ στρατείας γάρ μιν ἠμποληκότα τὰ πλεῖστ' ἀμείνον' εὔφροσιν, als er den Feldzug meist glücklich beendet, Aesch. Eum. 601; ἆρ' ἠμπόληκας; hast du es vollendet, den Gewinn erlangt, den du gewünscht, Soph. Ai. 957, wo Lob. zu vgl. Auch = verkaufen, verhandeln, δρέπανον πεντήκοντα δραχμῶν Ar. Pax 1201, wie 448 u. öfter; Xen. An. 7, 5, 4; übertr., τὴν ἐμὴν φρένα Soph. Ant. 1050, d. i. betrügen.