καταδύω

From LSJ
Revision as of 19:54, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδύω Medium diacritics: καταδύω Low diacritics: καταδύω Capitals: ΚΑΤΑΔΥΩ
Transliteration A: katadýō Transliteration B: katadyō Transliteration C: katadyo Beta Code: katadu/w

English (LSJ)

or κατα-δύνω:    I intr., in Act. pres. καταδύνω and Med. καταδύομαι: fut. -δύσομαι: aor. -εδῡσάμην, Ep. 2 and 3sg. -δύσεο, -δύσετο:—Act., aor. 2 κατέδυν: pf. καταδέδῡκα:—go down, sink, set, esp. of the sun (as Hom. always in aor. 2 Act.), ἠέλιος κατέδυ Il.1.475, etc.; ἅμα . . ἠελίῳ καταδύντι ib.592; ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.10.183; ἠελίοιο -δῡομένοιο h.Merc.197; καταδεδυκέναι τὴν [νῆσον] κατὰ θαλάσσης Hdt.7.235; also of ships, to be sunk or disabled, Id.8.90, Th.2.92, 7.34, X.HG1.6.35, etc.; also οἱ ἱππεῖς καταδύνοντες ἐν τέλμασιν Plb. 5.47.2; κ. ὑφ' ὕδατι duck under water, Batr.89; καταδεδυκώς having popped down, Ar.V.140.    2 go down, plunge into, c. acc., καταδῦναι ὅμιλον Il.10.231, etc.; κατεδύσετο πουλὺν ὅμιλον ib.517; καταδύσεο μῶλον Ἄρηος 18.134; so μάχην, δόμον, πόλιν καταδύμεναι, 3.241, 8.375, Od.4.246: folld. by Prep., μυῖαι καδδῦσαι (Ep. for καταδ-) κατὰ . . ὠτειλάς Il.19.25; σπάργαν' ἔσω κατέδυνε h.Merc.237; καταδυσόμεθ' . . εἰς Ἀΐδαο δόμους we shall go down into... Od.10.174; so καταδύνειν ἐς ὕλην Hdt.9.37, cf. 4.76; εἰς φάραγγας, of hares, X.Cyn.5.16; εἰς ἅπασαν [τὴν πόλιν] Pl.R.576e; κατὰ τῆς γῆς Hdt.4.132; κατὰ τέφρας πολλῆς Plu.Cam.32; of souls, εἰς βυθὸν κ. Plu.2.943d: c. dat., sink into, ταῖς ὁμοιοπαθείαις Metrod.Fr.38: freq. with a notion of secrecy, insinuate oneself, steal into, καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία Pl.R.401d; ἡ ἀναρχία εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας κ. ib. 562e; κ. ἡ ψῦξις ἕως πλείστου the cold penetrates most, Gal.15.90, cf. 6.178.    3 slink away and lie hid, καταδύεσθαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης X.Cyr.6.1.35, cf. D.21.199 (so abs., to be overcome with shame, ἐπὶ τῇ ἀγνοίᾳ Zos.5.40); καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ Pl.R.579b; εἰς ἄπορον ὁ σοφιστὴς τόπον καταδέδυκεν Id.Sph.239c, etc.    4 get into, put on, κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il.6.504, cf. Od.12.228; κατεδύσετο τεύχεα καλά Il.7.103; εἵματα Mosch.4.102.    II causal, make to sink, rare in pres., ἐμπίπτων καὶ καταδύων Pherecr.12; ἐμὲ καταδύουσι τῷ ἄχει X.Cyr.6.1.37: mostly in aor. 1, γαύλους καταδύσας Hdt.6.17; in naval warfare, καταδῦσαι ναῦν cut it down to the water's edge, disable it, Id.8.87, al., Ar.Ra.49, Th.1.50; ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν we let the sun go down in talk, Call.Epigr.2, cf. Aristaenet.1.24.    2 duck, τὴν κεφαλήν, in a bath, Herod.Med. ap. Orib.10.37.13.

German (Pape)

[Seite 1347] (s. δύω), 1) praes., impf., fut. u. aor. I. in trans. Bdtg, untergehen lassen, untertauchen, versenken; τοὺς γαυλοὺς καταδύσας Her. 6, 17; τὴν νῆα 8, 87; ναῦς Ar. Ran. 49; Thuc. 1, 54 u. öfter; Pol. 1, 25, 4; εἰ δέ τινα ὑμῶν λήψομαι ἐν τῇ θαλάττῃ, καταδύσω, Xen. An. 7, 2, 13; ein Schiff leck machen, daß es sinkt, Thuc. 1, 50; Xen. Hell. 1, 6, 35. 7, 32; übertr., ἐμὲ δὲ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καταδύουσι τῷ ἄχει, sie versenken mich in Kummer, Cyr. 6, 1, 38, vgl. 2 c; ἥλιον κατεδύσαμεν λέσχῃ, wir ließen über unser Geschwätz die Sonne untergehen, Callim. 47 (VII, 80), wie Aristaen. 1, 24 καταδύσειν μοι δοκῶ τὸν ἥλιον ἐπὶ μήκει τοῦ λόγου. – 2) Häufiger im aor. II. u. perf. mit intrans. Bdtg, wozu als Präsens καταδύομαι u. καταδύνω gehört, bei Hom. auch καταδύσεο, καταδύσετο, untergehen, untertauchen, versinken; – a) von der Sonne, aor. II., Il. 1, 475 u. öfter; ἀσπασίως δ' ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο Od. 13, 53; ἅμα ἠελίῳ καταδύντι Il. 1, 592; πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα, bis zum Untergang der Sonne, Od. 10, 183; H. h. Merc. 197 ἥλιος καταδυόμενος. Aehnlich καταδεδυκέναι τὴν νῆσον κατὰ θαλάττης Her. 2, 174; ἡ ναῦς κατεδύετο 8, 90; πλοῖα καταδυόμενα Plat. Polit. 302 a; ναῦς κατέδυσαν Pol. 1, 61, 6, öfter. – b) sich unter Etwas, in Etwas hineinbegeben, hineindringen, -schleichen; κατα δῦναι ὅμιλον Il. 10, 231 Od. 15, 327 u. öfter, sowohl sich in die Schaar hineinschleichen, um sich zu verbergen, als hineindringen, μάχην καταδύμεναι ἀνδρῶν Il. 3, 241; κατεδύσατο (Bekker κατεδύσετοπουλὺν ὅμιλον 10, 517, καταδύσεο μῶλον Ἄρηος, gehe in das Schlachtgetümmel, 18, 134. Aehnl. ἀνδρῶν δυσμενέων κατέδυ πόλιν Od. 4, 246, er begab sich heimlich hinein; καταδῦσα Διὸς δόμον Il. 8, 375; μυῖαι καταδῦσαι κατὰ ὠτειλάς 19, 25; καταδυσόμεθ' εἰς Ἀΐδαο δόμους, wir werden in die Unterwelt hinabgehen, Od. 10, 174; καταδύνων εἰς ὕλην Her. 9, 37; übertr., καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία Plat. Rep. III, 401 d, er dringt ein, wie καταδύεσθαι εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας τὴν ἀναρχίαν VIII, 562 e. Auch Sp., καταδύσης αἰχμῆς εἰς βάθος Plut. Rom. 20. – c) sich verbergen, verstecken, gew. mit dem Nebenbegriffe der Schaam; καταδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen. Cyr. 6, 1, 35; οὐκ ἂν ἐπὶ τούτῳ κατέδυ καὶ μέτριον παρέσχεν ἑαυτόν Dem. 21, 199, vgl. παρακάθηται, οὐ καταδύεται τοῖς πεπραγμένοις Dem. 24, 182; ähnlich καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ τὰ πολλὰ ὡς γυνὴ ζῇ Plat. Rep. IX, 579 b; εἰς ἄπορον ὁ σοφιστὴς τόπον καταδέδυκεν, er hat sich zurückgezogen, versteckt, Soph. 239 c; καταδύνοντες ἐν τοῖς τέλμασι Pol. 5, 47, 2; καταδύονται εἰς φάραγγας Xen. Cyn. 5, 16; Sp., ἐν μυχῷ τοῦ συμποσίου ὑπ' αἰδοῦς καταδεδυκώς Luc. de merc. cond. 27. – d) sich anziehen, anlegen; κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il. 6, 504; καταδύς Od. 12, 228; κατεδύσετο (so Bekk., Wolf κατεδύσατο) Il. 7, 103; σπάργαν' ἔσω κατέδυνε θυήεντα H. h. Merc. 237; καταδῦναι ἃ καὶ πάρος εἵματα ἕστο Mosch. 4, 102.