δίζω
English (LSJ)
Ep. impf.
A δίζον Il.16.713:—to be in doubt, at a loss, δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο... ἦ λαοὺς ὁμοκλήσειε l.c.; δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον Orac. ap. Hdt.1.65:—Med., δ. ὅτι... μή... Eus.Mynd.58, Tryph.240. II Med., = δίζημαι 11, ἄτεκνον ἔριθον δίζεσθαι Hes.Op. 603 codd.; δίζεαι Theoc.25.37; δίζετο Bion Fr.14.2, Coluth.81, Epic. in Arch.Pap.7.9, etc.; διζόμεσθα Herod.8.12; δίζοντο Q.S.4.16; opt. δίζοιτο Ecphant. ap. Stob.4.7.64; part. διζόμενος APl.4.146, Epigr.Gr.226.10. (Perh. fr. δίς, cf. διστάζω.)
German (Pape)
[Seite 623] ungewiß sein, unschlüssig sein, zweifeln; verwandt δίζημαι, Wurzel Ζε-? verwandt δύο, δίς, Wurzel ΔFι-? Vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2, 196. Homer einmal, Iliad. 16, 713 δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο κατὰ κλόνον αὖτις ἐλάσσας, ἦ λαοὺς ἐς τεῖχος ὁμοκλήσειεν ἀλῆναι. Oracul. bei Herodot. 1, 65 δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον. VLL. ζητῶ; ἐδ ίζη σα· ἐζήτησα Hesych. – Med. δίζομαι, = δίζημαι, Ep. ad. 305 (Plan. 146); Coluth. 80; δίζεαι Theocr. 25, 37; δίζεσθαι Hes. O. 601 Democrit. Stob. flor. 1, 40 Ap. Rh. 1, 1303. 4, 508, für δίζησθαι; auch bei Her. oft v. l.; διζόμενος Qu. Sm. 10, 447.