βυσσοδομεύω
English (LSJ)
(δομέω)
A build in the deep: hence, brood over a thing in the depth of one's soul, ponder deeply; Hom. only in Od., always in bad sense, κακὰ φρεσὶ βυσσοδόμευον 17.66, al.; μύθους β. 4.676; δόλον φρεσὶ β. Hes.Sc.30: also in late Prose, ὀργὴν β. Luc.Cal.24; τὰ βυσσοδομευόμενα secret designs, Hld.7.11:—also βυρσοδομέω, Eust. 1513.46, Suid.
German (Pape)
[Seite 468] in der Tiefe bauen; im tiefen Herzensgrund ersinnen, nur von bösen, feindseligen Dingen; Hom. siebenmal. stets Versende: ἀλλ' ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 17, 465. 491. 20, 184; αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 9, 316; βῆ ῥ' ἴμεν ἐς χαλκεῶνα κακὰ φρεσὶ βυσσοδομεύων Odyss. 8, 273; μνηστῆρες ἠγερέθοντο ἔσθλ' ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 17, 66; μύθων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 4, 676; – δόλον Hes. Sc. 50; όργήν Luc. Calumn. 24; absolut, Opp. C. 1, 250; τὰ βυσσοδομευόμενα, heimliche Anschläge, Hel. 7, 11.
Greek (Liddell-Scott)
βυσσοδομεύω: (δομέω) οἰκοδομῶ ἐν τῷ βάθει, ὅθεν, σκέπτομαι περί τινος πράγματος ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς μου, κατὰ βάθος καὶ κατ’ ἐμαυτὸν σκέπτομαι καὶ κρίνω, Ὅμ.· μόνον ἐν Ὀδυσσ. ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὰ φρεσσὶ βυσσοδομεύων Ρ. 66, κτλ.· ὡσαύτως, μύθους βυσσοδ. Δ. 676· οὕτω, δόλον φρεσὶ βυσσοδ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 30· οὕτω παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ὀργὴν βυσσοδ. Λουκ. Διαβολ. 24· τὰ βυσσοδομευόμενα, μυστικὰ σχέδια, Ἡλιόδ. 7. 11· ― ὡσαύτως -δομέω Εὐστ. 1513. 46, Σουΐδ.