ἄκασκα
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
Adv., (ἀκή B)
A gently, ἄ. προβῶντες Cratin.126; but ἀκασκᾷ Pi.Fr.28.
German (Pape)
[Seite 69] (ἀκήν), sacht, προβῶντες Cratin. B. A. 371, 1; richtiger nach Ael. Dionys. bei Eust. Il. 668, 29 ἀκασκᾶ. Davon
Greek (Liddell-Scott)
ἄκασκᾰ: (*ἀκὴ ΙΙ), ἐπίρρ. ἥσυχα, ἄνευ θορύβου· ἄκ. προβῶντες, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 5. - «ἡσύχως, μαλακῶς, βραδέως», Ἡσύχ.