προσείω

From LSJ
Revision as of 09:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσείω Medium diacritics: προσείω Low diacritics: προσείω Capitals: ΠΡΟΣΕΙΩ
Transliteration A: proseíō Transliteration B: proseiō Transliteration C: proseio Beta Code: prosei/w

English (LSJ)

   A hold out and shake, π. χεῖρα shake it threateningly, E.HF 1218; προσείειν ἀνασείειν τε [τὸν πλόκαμον] wave it up and down, Id.Ba.930; π. γυμνὰ τὰ ξίφη Ael.VH12.23; θαλλὸν π. wave a bough before cattle, so as to lead them on, Pl.Phdr.230d; π. θήρατρα τοῖς ὄρνισι Ael.NA1.29; and metaph., π. Σειρῆνας, αὐλητρίδας, hold them out as a bait, ib.17.22, Ep.16; π. φόβον hold a thing out as a bugbear, Th.6.86, cf. Ael.Fr.22.

German (Pape)

[Seite 758] vor -od. vorwärts bringen; προσείειν ἀνασείειν τε, sc. πλόκαμον, ab- u. aufwärts schütteln, Eur. Bacch. 928; vorhalten u. schütteln, ὥςπερ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι, Plat. Phaedr. 230 d, wo vulg. προσιόντες ist; φόβον, Furcht einjagen, indem man Schreckbilder vorhält u. schüttelt, Thuc. 6, 86.

Greek (Liddell-Scott)

προσείω: σείω τι ἔμπροσθέν τινος, τί μοι προσείων χεῖρα σημαίνεις φόνον; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1218 (πρβλ. προσειλέω)· προσείειν ἀνασείειν τε [τὸν πλόκαμον], κινεῖν αὐτὸν ἄνω καὶ κάτω, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 930· πρ. γυμνὰ τὰ ξίφη Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 23· ὥσπερ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· θήρατρα ἕτερα τοῖς ὄρνισι προσείει μυκωμένη Αἰλ. π. Ζ. 1. 29· καὶ μεταφορ., θέλγων τὴν ἀκοὴν ὕμνῳ τινὶ γαμικῷ προσείοντι Σειρῆνας αὐτόθι 17. 23· σὺ δέ μοι αὐλητρίδας προσείεις Ἐπιστ. 16· πρ. φόβον, ἐπισείω τι ὡς μορμολυκεῖον, Θουκ. 6. 86. Πρβλ. Ruhnk. Τίμ. ἐν λέξ. θαλλός.