παιδίσκη
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἡ, Dim. of παῖς (ἡ),
A young girl, maiden, X.An.4.3.11, Anaxil.22.26, Men.102, etc.; π. νέα, of a wife, Plu.Cic.41. II young female slave, bondmaid, Lys.1.12, 13.67, PCair.Zen.142 (iii B. C.), Ep.Gal.4.22: generally, maidservant, Ev. Marc.14.66; τοὺς παῖδας καὶ τὰς π. Ev.Luc.12.45. 2 prostitute, Hdt.1.93, Is.6.19, Plu.Per.24, Cat. Ma.24, etc.; αἱ δημόσιαι π. Ath.10.437e.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, junges Mägdlein, Töchterlein, nach den Atticisten altattisch nur von freien Jungfrauen, wie Xen. An. 4, 3, 11; Pol. 14, 1, 4; Plut. Cic. 41; erst später eine junge Sklavinn, Theophr. bei D. L. 5, 54; so aber auch schon Her. 1, 93; Lys. 1, 12; Is. 6, 19; Dem. 59, 18; bes. Freudenmädchen. Vgl. Lob. Phryn. 239.
Greek (Liddell-Scott)
παιδίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ παῖς (ἡ), νεαρὰ κόρη, παρθένος, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 26, Μένανδρ. ἐν «Δακτυλίῳ» 1· π. νέα, ἐπὶ γυναικὸς ἐγγάμου, Πλουτ. Κικ. 41. ΙΙ. νεαρὰ δούλη, Λυσ. 92. 41., 136. 8, Ἰσαῖ. 58. 13· μάλιστα πόρνη, Ἡρόδ. 1. 93, Πλουτ. Περικλ. 24, Κάτων Πρεσβύτ. 24, κτλ.· αἱ δημόσιαι π. Ἀθήν. 437F. - Ἡ λέξις κυρίως ἀνήκει εἰς τὴν ἡλικίαν οὐχὶ τὴν κατάστασιν, ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 239.