ἀποπορεύομαι
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
Pass.,
A depart, X.An.7.6.33, IG 9(2).205.18 (Melitaea), etc. II go back, return, ἐκ βαλανείου Plb. 24.7.6; of machinery (cf. foreg.), HeroAut.6.3.
German (Pape)
[Seite 320] dep. pass., abreisen, abmarschiren, bes. nach Hause zurück, Xen. Hell. 4, 8, 35 u. öfter; Pol. 25, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπορεύομαι: παθ. (πορεύω), ἀναχωρῶ, ἀπέρχομαι, Ξεν. Ἀν. 7, 6, 33, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπέρχομαι ὀπίσω, ὑποστρέφω, Πολύβ. 25. 8, 6˙ ἐπὶ μηχανισμοῦ (πρβλ. ἀποπορεία) Ἥρων. Αὐτομ. 249Α.