μόναρχος
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
Ion. μούν-, ὁ,
A monarch, sole ruler, first in Thgn.52 (in Ion. form, as Hdt.3.82,5.46), cf. Sol.9.3, etc.; τραχὺς μ. A.Pr.326; μονάρχους καταλύειν Th. 1.122; δῆμος, ἅτε μ. ὤν as sole ruler, Arist.Pol.1292a15; γῆς τῆσδε μ. Ar.Eq.1330. 2 princelet, dynast, OGI54.16 (Adule, iii B. C.): generally, leader, general, E.Rh.31 (lyr.). 3 = Lat. dictator, Plu. Cam.18. II title of magistrate at Cos, SIG1012.13, etc. b name of month at Cos, dub. in BMus.Inscr.339. III as Adj., σκᾶπτον μ. the royal sceptre, Pi.P.4.152.
German (Pape)
[Seite 201] alleinherrschend, der Monarch; σκᾶπτον μόναρχον, Pind. P. 4, 152, des Alleinherrschers Scepter; Aesch. Prom. 324; Ar. Equ. 1327; Thuc. 1, 122; Plat. Polit. 301 c u. Folgde; – ion. μούναρχος, Her. 3, 80 u. öfter, τὸν μούναρχον τῶν Ζαγκλαίων, 6, 23.
Greek (Liddell-Scott)
μόναρχος: Ἰων. -μούν-, ὁ, μονάρχης, ὁ ἄρχων μόνος ἄνευ περιορισμοῦ τινος, κύριος ἀπόλυτος, ἀνώτατος καὶ μόνος ἄρχων, πρῶτον παρὰ τῷ Θεόγν. 52 (οὗτος δέ, ὡς καὶ ὁ Ἡρόδ., ποιεῖται χρῆσιν τοῦ Ἰων. τύπου ὡς καὶ ὁ Εὐρ. ἐν Ρήσ. 31), Σόλων 9. 3· τραχὺς μ. Αἰσχύλ. Πρ. 324· μονάρχους καταλύειν Θουκ. 1. 122· δῆμος, ἅτε μ. ὤν, ὡς ἔχων ἀνωτάτην ἐξουσίαν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27· γῆς τῆσδε μ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1330· πρβλ. μοναρχία· 2) ὡς ἐπίθ., σκᾶπτον μ., τὸ τῆς μοναρχίας, τὸ μοναρχικὸν σκῆπτρον, Πινδ. Π. 4. 270. ΙΙ. τὸ Ἑλληνικὸν ἰσοδύναμον τῷ Ρωμαϊκῷ Dictator, Πλουτ. Κάμ. 18· ― καθόλου, ἡγεμών, ἀρχηγός, Εὐρ. Ρησ. 31.