μυλών

From LSJ
Revision as of 09:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλών Medium diacritics: μυλών Low diacritics: μυλών Capitals: ΜΥΛΩΝ
Transliteration A: mylṓn Transliteration B: mylōn Transliteration C: mylon Beta Code: mulw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A mill-house, Th.6.22, Inscr.Délos445.22 (ii B.C.); εἰς μ. καταβαλεῖν to condemn [a slave] to work the mill, E.Cyc.240; εἰς μ. ἐμπεσεῖν Lys.1.18; ἐν τῷ μ. εἶναι D.45.33, cf. Din.1.23; μ. καὶ πέδαι Men.Her.3; ἄξιοι δεσμωτηρίου καὶ μυλῶνος Ph.1.623; Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους painted mills, Arist.Rh.1411a24. (Sts. parox. in codd., as Arist. l. c., Ph. l. c., Luc.Vit.Auct.27, Poll.7.19, but cf. Hdn. Gr.1.30.)

German (Pape)

[Seite 217] ῶνος, ὁ (S. Emp. adv. astrol. 94 steht εἰς μύλωνας gegen Arcad. 12, 25), der Ort, wo die Mühle ist, das Mühlenhaus, Din. 1, 23; σιτοποιοὺς ἐκ τῶν μυλώνων πρὸς μέρος ἠναγκασμένους ἐμμίσθους, Thuc. 6, 22; εἰς μυλῶνα ἐμπεσεῖν, Lys. 1, 18; καταβάλλειν εἰς μυλῶνα, in die Mühle schicken und dort arbeiten lassen, gewöhnliche Strafe der Sklaven, Sp., wie Luc. Vit. Auct. 27; nach Arist. rhet. 3, 10 nannte ein Redner die Trieren ποικίλους μυλῶνας.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλών: -ῶνος, ὁ, τὸ οἴκημα ἐν ᾧ ὁ μύλος ἢ μύλοι, Λατ. pistrinum, Θουκ. 6. 22· εἰς μ. καταβάλλω, Λατ. detrudere in pistrinum, καταδικάζω [δοῦλον] νὰ ἐργάζηται ἐν τῷ μύλῳ, Εὐρ. Κύκλ. 240· οὕτως, εἰς τὸν μ. ἐμπεσεῖν Λυσ. 93. 25· ἐν τῷ μ. εἶναι Δημ. 1111. 27· μεταφορ., Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους, ὡς κομιζούσας σῖτον εἰς τὰς Ἀθήνας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7.