τροχίλος
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, (τρέχω)
A Egyptian plover, Charadrius melanocephalus (or perh. spur-winged plover, Hoplopterus spinosus), said to pick leeches from the crocodile's throat by Hdt.2.68; or to pick the crocodile's teeth by Arist.HA612a21; cf. Ar.Av.79, Ach.876, Pax 1004 (anap.), Clearch.73, Ael.NA3.11, 8.25, 12.15. 2 wren, Troglodytes europaeus, Arist.HA615a17, Plu.2.405d; cf. τύραννος 1.4. II Archit., hollow between the mouldings on the base of a column, also called scotia, Vitr.3.5.2. III sheave in block-and-tackle equipment, Pl.R.397a (v.l.), IG22.1672.156,241, Hero Bel.85.4, Spir.1.26, al., Eust.1534.8.
Greek (Liddell-Scott)
τροχίλος: ὁ, (τρέχω) μικρόν τι πτηνὸν παρυδάτιον, περὶ οὗ ὁ Ἡρόδ. λέγει ὅτι ἐξάγει τὰς βδέλλας ἐκ τοῦ στόματος τοῦ κροκοδείλου, ἴδε Bähr εἰς Ἡρόδ. 2. 68· ὁ δὲ Ἀριστ. ἐν τῇ περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 6 λέγει: «τῶν δὲ κροκοδείλων χασκόντων οἱ τροχίλοι καθαίρουσιν εἰσπετόμενοι τοὺς ὀδόντας, καὶ αὐτοὶ μὲν τροφὴν λαμβάνουσιν, ὁ δὲ ὠφελούμενος αἰσθάνεται καὶ οὐ βλάπτει», πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 79, Ἀχ. 876, Εἰρ. 1004, Αἰλ. π. Ζ. 3. 11., 8. 25· καλεῖται καὶ κλαδαρόρυγχος (ἴδε τὴν λέξιν)· - εἶναι τὸ πτηνὸν Charadrius Aegyptiacus, καὶ καλεῖται ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων ziczac (ὡς ἐκ τῆς φωνῆς του)· δὲν ἐξάγει δὲ βδέλλας ἀλλ’ ἐμπίδας καὶ κώνωπας ἐκ τοῦ ἀνεῳγμένου στόματος τοῦ κροκοδείλου. 2) μικρόν τι χερσαῖον πτηνόν, πιθαν. ὁ ὀρχίλος, Tr?glodytes europaeus· καλούμενος καὶ πρέσβυς καὶ βασιλεύς, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 11, 5· ὁ δὲ μετὰ λόφου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐκαλεῖτο τύραννος, αὐτόθι 8. 3, 5· rex avium παρὰ Πλιν. 8. 37. ΙΙ. Ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ κοίλη ἐσοχὴ ἡ μεταξὺ τῶν δύο σπειρῶν τῆς βάσεως Ἰωνικοῦ κίονος, καλουμένη καὶ σκοτία, Βιτρούβ. 3. 3, κλπ. ΙΙ. = τροχιλία, Εὐστ. 1534. 8. Τὰ ἐκ τῶν ποιητῶν παραδείγματα δεικνύουσιν ὅτι ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι τροχίλος [ῐ], οὐχὶ τροχῖλος.