Εἰραφιώτης
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ου, ὁ (Aeol. 'Ερρᾰφεώτας Alc.90), epith. of Bacchus, h.Hom.1.2, al., Call.
A Fr.anon.89, D.P.576, IGRom.4.360.27 (Pergam.); for various etymologies cf. Corn.ND30, Porph.Abst.3.17, EM302.53,372.1. II = ἔριφος (Lacon.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 734] ὁ, heißt Bacchus; H. h. 26, 2; D. Per. 576; nach den Alten διὰ τὸ ἐῤῥάφθαι ἐν τῷ μηρῷ τοῦ Διός; vgl. Zeitschrift für Alterthumswissenschaft 3. Jahrg. 10. Heft S. 1055.
Greek (Liddell-Scott)
Εἰραφιώτης: -ου, ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Βάκχου, Ὕμν. Ὁμ. 26. 2, Ἀλκαῖος 87, Διον. Π. 576· πρβλ Welcker Nachtr. z. Trilogie, h. 187, 195. Καθ’ Ἡσύχ. «Εἰραφιώτης· ὁ Διονύσιος, παρὰ τὸ ἐρράφθαι ἐν τῷ μηρῷ τοῦ Διός· καὶ ἔριφος παρὰ Λάκωσιν»· πρβλ Μέγ. Ἐτυμ. 302, 53.