ποιήεις
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
εσσα, εν,
A grassy, Ἁλίαρτος, Δουλίχιον, ἄγκεα, Il.2.503, Od.16.396, 4.337: Dor. ποιάεις S.OC158(lyr.); Pi. has ποιάεντα (trisyll.) στεφανώματα N.5.54.
German (Pape)
[Seite 648] εσσα, εν, grasig, grasreich, kräuterreich; Ἁλίαρτος, Il. 2, 503; Ἱρή, 9, 150; νάπει ποιήεντι, Soph. O. C. 156 u. Hes., grasgrün.
Greek (Liddell-Scott)
ποιήεις: εσσα, εν, ἔχων ἄφθονον πόαν, χορτώδης, ποώδης, βοτανώδης, Ἁλίαρτος, Δουλίχιον, ἄλσεα Ἰλ. Ι. 150, Ὀδ. Π. 396, κτλ. ― Δωρ. ποιάεις ἐν Σοφ. Ο. Κ. 157· ὁ Πίνδ. ἔχει ὡσαύτως συνῃρ. τύπον, ποιᾶντα στεφανώματα Ν. 5. ἐν τέλ.