ἐπιμίξ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
Ep. Adv.
A mixedly, confusedly, pell-mell, ἐ. ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il.11.525, cf. 21.16; ἐ. δέ τε μαίνεται Ἄρης Ares rages without respect of persons, Od.11.537; ἐ. κτείνονται Il.14.60: in later Prose, LXX Wi.14.25.
German (Pape)
[Seite 963] vermischt, durch einander, gemengt, ohne Unterschied durch einander, ἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il. 11, 525, κτείνονται ἐπιμίξ 14, 60, ἐπιμὶξ μαίνεται Ἄρης, ohne Unterschied zu machen wüthet Ares gegen den Einen wie gegen den Andern, Od. 11, 537. – Sp., wie Aristaen. 1, 1. – Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 298.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμίξ: Ἐπικ. ἐπίρρ. (ἐπιμίγνυμι), ἀναμίξ, ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ αὐτοί, «ἀναμεμιγμένοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 525, Φ. 16· ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης, ὁ Ἄρης μαίνεται ἄνευ διακρίσεως προσώπων, Ὀδ. Λ. 537· κτείνονται ἐπιμὶξ Ἰλ. Ξ. 60: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΔϳ, 25).