σύνθλιψις
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
εως, ἡ,
A compression, Arist.Resp.472b1: metaph., ἔπους (e.g. ὑπέκ) Longin.10.6.
German (Pape)
[Seite 1025] ἡ, das Zusammenquetschen, Schol. Il. 15, 624.
Greek (Liddell-Scott)
σύνθλιψις: ἡ, θλῖψις, συμπίεσις, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 9· μεταφορ., ἔπους Λογγῖν. 10. 6. ΙΙ. θλῖψις, λύπη, στενοχωρία, Θεόδ. Στουδ. σ. 301Α.