καταρρήσσω
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
English (LSJ)
(A), Att. κατα-ρρήττω,
A = καταρρήγνυμι, in Med., τὰς ἐσθῆτας D.S.1.72.
καταρρήσσω (B), Ion. for καταρράσσω, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρήσσω: καταρρήγνυμι, Ἡσύχ.- Μέσ., Διόδ., 1. 72.