μίγα
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
[ῐ], Adv.
A mixed, blent with, κωκυτῷ Pi.P.4.113; μ. θηλυτέρῃσιν A.R.4.1345; μ. τῷδε σὺν ἀνδρί together with... Epigr.Gr.386 (Apamea Cibotus).
German (Pape)
[Seite 182] gemischt, vermischt; μίγα κωκυτῷ γυναικῶν, Pind. P. 4, 113; Ap. Rh. 4, 1345.
Greek (Liddell-Scott)
μίγα: [ῐ], Ἐπίρρ. μεμιγμένως, μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπον, μεμιγμένως μετὰ κωκυτοῦ γυναικῶν, ὡς ἐκφορὰν τελοῦντες κρυφίως τὴν νύκτα μὲ ἔπεμπον, Πινδ. Π. 4. 202· μίγα τῷδε σὺν ἀνδρί, ὁμοῦ μετὰ τούτου τοῦ ἀνδρός..., Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3962.