κεγχρίας
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ου, ὁ,
A like grains of millet. κ. ἕρπης an eruption on the skin, Gal.7.722, 10.1009. II serpent with millet-like protuberances on the skin, Philum.Ven.22.1:—alsoκεγχρ-ιδίας, Dsc.Ther.32; cf. κέγχρος 111:
German (Pape)
[Seite 1410] ὁ, wie ein Hirsekorn; – a) ἕρπης, ein Hautausschlag, der wie Hirsekörner aussieht, Galen. – b) eine Schlangenart, vgl. κεγχρίς, κεγχριδίας, κεγχράνης.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχρίας: -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς κόκκον κέγχρου, κ. ἕρπης, ἐξάνθημά τι ἐπὶ τοῦ δέρματος, Γαλην. ΙΙ. ὄφις ἐχων ἐξογκώματα ἐπὶ τοῦ δέρματος ὅμοια πρὸς κέγχρον, ὅμοιος πρὸς τὸν ἀμμοδύτην, Ἀέτ.· καλούμενος κεγχριδίας ἐν Διοσκ. Θηρ. 32· κέγχρος, αὐτόθι 15· κεγχρίνης, Νικ. Θηρ. 463, Λυκόφρ. 912, Παῦλ. Αἰγ.· κεγχρίτης, Ἀέτ. (;)· cenhcris, Lucan. 9. 712. ΙΙΙ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 248, κεγχριδίας καὶ κεγχρίας, εἶναι ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ καχρυδίας.