παρεκτείνω

From LSJ
Revision as of 09:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκτείνω Medium diacritics: παρεκτείνω Low diacritics: παρεκτείνω Capitals: ΠΑΡΕΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: parekteínō Transliteration B: parekteinō Transliteration C: parekteino Beta Code: parektei/nw

English (LSJ)

   A stretch out in line, deploy an army into line, Plb.11.12.4, etc.; of a fleet, π. ἐπὶ μίαν ναῦν Id.1.26.15; ὅτι πλεῖστον π. τὰς ναῦς D.S.13.98 : generally, stretch out beside, τὸ σῶμά τινι Plu.Agis 20; stretch out, εἰς λόγους ταῦτα π. Ps.-Luc.Philopatr.23 :—Pass., τῆς στρατοπεδείας παρὰ τὸν Ἀσωπὸν -τεταμένης Plu.Arist.11.    II intr., extend, of Place, ἐπὶ τὴν θάλασσαν LXX Ez.47.19; τὸ δεξιὸν κέρας παρὰ τὸν Εὐφράτην -τεῖνον D.S. 14.22; αἱ κῶμαι π. ἀπὸ Πισιδίας . . ἕως Αυκίας Str.13.4.17; of Time, Thphr.CP1.13.9; τριταῖοι -τείνοντες, of semi-tertian fevers, Agathin. ap.Gal.7.367; -τεινόντων τῶν ἀγώνων Phld.Mus.p.109K.    2 of a man, extend his life, survive, μέχρι τινός D.H.Is.1.    3 in Logic, to be of wider extent, Arist.AP0.99a35.    III in Pass., c. dat., extend beside or be coextensive with, π. χείλεσι ποταμοῦ D.S.3.10; ὅλα ὅλοις -τείνεται Stoic.2.156 ; -τείνεσθαι τῷ χρόνῳ Diog.Bab.Stoic.3.216; ὕλης -τεινομένης τοῖς σώμασιν Jul.Or.4.134a.    2 metaph., measure oneself with, παρεκτείνεσθαί τινι Democr.238; μὴ -τείνου πένης ὢν πλουσίῳ LXXPr.23.4.

German (Pape)

[Seite 514] (s. τείνω), daneben, dabei, darüber ausdehnen, hinstrecken, τινά, Democrit. bei Stob. Floril. 22, 42; oft bei Pol. von taktischer Aufstellung der Soldaten, 1, 26, 5. 11, 12, 4; τὴν πλευρὰν ἑκάστην παρεκτείνων εἰς τέτταρα πλέθρα, D. Sic. 2, 10; auch, sc. ἑαυτόν, sich ausdehnen, erstrecken, also intrans., αἱ κῶμαι παρεξέτειναν ἀπὸ Πισιδίας ἕως Λυκίας, Strab. XIII, 631; vgl. D. Sic. 1, 30. 14, 22 u. a. Sp. So auch das pass., ἕλη παρεκτεί. νεται τοῖς χείλεσι τοῦ ποταμοῦ, D. Sic. 3, 9; Plut. Arist. 11.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτείνω: μέλλ. -τενῶ, ἐκτείνω εἰς γραμμήν, ἀναπτύσσω σῶμα στρατιωτικὸν εἰς γραμμήν, Πολύβ. 11. 12, 4, κτλ.· οὕτως ἐπὶ στόλου, π. ἐπὶ μίαν ναῦν ὁ αὐτ. 1. 26,15. - ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, ἐκτείνω πλησίον τινός, τὸ σῶμά τινι Πλουτ. Ἆγις 20 εἰς λόγους ταῦτα π. Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 23. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκτείνομαι εἰς μῆκος, εἶμαι ἀκριβῶς παράλληλος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 17, 5· αἱ κῶμαι π. ἀπὸ Πισιδίας..ἕως Λυκίας Στράβ. 631· ἐπὶ χρόνου, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 18, 9· 2) ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, καὶ μέχρι τῆς Φιλίππου δυναστείας παρεξέτεινε, δηλ. τὸν βίον, Διονυσ. Ἁλ. Ἰσαῖος 1. - οὕτω, ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., π. χείλεσι ποταμοῦ Διόδ. 3. 10· παρεκτείνεσθαί τινι, μετρεῖσθαι πρός τινα, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 189. 47· - ἐν Ἀνθ. Π. 9. 463 ὁ Δινδ. διορθοῖ πόλλ’ ὑπερεξετάθης ἀντὶ πουλὺ παρεξετάθης.