Θῆβαι
ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
English (LSJ)
ῶν, αἱ, Thebes,
A Θ. Αἰγύπτιαι . . αἳ ἑκατόμπυλοί εἰσι Il.9.381: also sg., Θήβης ἑπταπύλοιο (Boeotia) 4.406:—hence Θήβασδε to Thebes, 23.679; Att. Θήβαζε Sch.Il.3.29, al.; Θήβησιν at Thebes, Il. 22.479, Arist.Rh.1398b2, Θήβησι Il.14.114: from the sg., Θήβηθεν from Thebes, Ephipp.15.7; poet. θεωρόδοκ-θε APl.4.185; Boeot. Θείβᾱθεν from Thebes, Ar.Ach.862, also -ᾱθε ( θεωροδόκ-αθι codd.) ib.868:—Adj. Θηβαιεύς, έως, Ion. έος, ὁ, epith. of Zeus, Theban, Hdt.1.182, etc.: Θηβαῖος, α, ον, Theban, Od.10.492, etc.; Θηβαΐας (metri gr.) S.Ant. 1135 (lyr.): Θηβαϊκός, ή, όν, Hdt.2.4, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Θῆβαι: -ῶν, αἱ, ὄνομα πόλεων διαφόρων, ὧν ἐπισημόταται εἶναι αἱ ἐν Αἰγύπτῳ Θῆβαι (ἑκατόμπυλοι), αἱ ἐν Βοιωτίᾳ (ἑπτάπυλοι), καὶ ἄλλη ἐν τῇ Τρωϊκῇ χώρᾳ, ἅπασαι παρ’ Ὁμ., ὅστις μεταχειρίζεται τόν τε ἑνικ. καὶ τὸν πληθυντ. καὶ ἐπὶ τῶν τριῶν πόλεων· πρβλ. Θήβη. ― Ἐντεῦθεν Θήβασδε, εἰς Θήβας, Ἰλ. Ψ. 679, Ἀττ. Θήβαζε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29, κ. ἀλλ.: Θηβαιεύς, έως, Ἰων. έος, ὁ, ἐπίθ. Διός, ὁ Θηβαῖος, Ἡρόδ. 1. 182, κτλ.: Θηβαῖος, α, ον, ἐκ Θηβῶν, Ὅμ., κλ.: Θηβαΐας (χάριν τοῦ μέτρου) Σοφ. Ἀντ. 1135: ― ὡσαύτως Θηβαϊκός, ή, όν, Ἡρόδ. 2. 4, κτλ. (Ἴσως ἐκ τοῦ θηβὸς (θηπὸς ἐν τοῖς ἀντιγρ.), ή, όν, θαυμάσιος, καὶ θῆβος = θαῦμα, Ἡσύχ.· ὥστε ἡ ῥίζα εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ θάμβος, τέθηπα· ὁ Sir G. Wilkinson λέγει ὅτι ἡ ἐν Αἰγύπτῳ πόλις ὠνομάσθη ἐκ τοῦ Ap ἢ Apé (= κεφαλὴ) μετὰ τοῦ θηλ. ἄρθρ. Tap ἢ Tapé.)