ἀναγορεύω

From LSJ
Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾰγορεύω Medium diacritics: ἀναγορεύω Low diacritics: αναγορεύω Capitals: ΑΝΑΓΟΡΕΥΩ
Transliteration A: anagoreúō Transliteration B: anagoreuō Transliteration C: anagoreyo Beta Code: a)nagoreu/w

English (LSJ)

Aeschin.3.3: impf. ἀνηγόρευον ib.122: fut.

   A -εύσω Plu.Galb.21: aor. -ηγόρευσα Docum. ap. D.18.54, IG7.4148, Plb.18.29.4:—Pass., aor. -ηγορεύθην X.Cyn.1.14, Plu.2.176e: pf. -ηγόρευμαι Id.Mar.45:— fut., aor., and pf. in classic authors are mostly supplied by ἀνερῶ, ἀνεῖπον, ἀνείρηκα, also aor. Pass. ἀνερρήθην Aeschin.3.45:—proclaim publicly, ib.122, etc.; ἀ. κήρυγμα make public proclamation, Plb. l. c.; ἀ. τινὰ αὐτοκράτορα Plu.Galb.2:—Pass., to be proclaimed, ἀναγορευέσθω νικηφόρος Pl.Lg.730d, cf. D.18.319, Aeschin.3.45: = Lat. renuntiari, ὕπατος ἀνηγορευμένος Plu.Mar.45, cf. 2.470d.    2 designate, ἀ. τινὰς τῶν δήμων call after their demes, Arist.Ath.21.4:—Pass., φιλοπάτωρ -ευθῆναι X. l. c.

German (Pape)

[Seite 184] öffentlich bekannt machen, ausrufen, νικηφόρον Plat. Legg. V, 730 d; κήρυγμα Pol. 18, 29; ernennen (zu einem Amt), δικτάτωρα D. Hal. 5, 72; vgl. noch Plut. Timol. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾰγορεύω: καὶ παρατ. ἀνηγόρευον Αἰσχίν. 54. 10., 70. ἐν τέλ.: μέλλ. -εύσω Νόμ. παρὰ Δημ. 267, Πλούτ.: ἀόρ. -ηγόρευσα, Νόμ. παρὰ Δημ. 243. 15, Keil, Ἐπιγρ. IV, β. 33, Πολύβ.: - Παθ., ἀόρ. -ηγορεύθην Ξεν. Κυν. 1. 14. Πλούτ.: πρκμ. -ηγόρευμαι ὁ αὐτ.: - ὁ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι κατὰ τὸ πλεῖστον παραλαμβάνονται ἐκ τῶν τύπων ἀνερῶ, ἀνεῖπον (ἴδε ἐν λέξεσι)· πρβλ. ἀγορεύω, ἀνακηρύττω δημοσίᾳ, Αἰσχίν. 70. ἐν τέλ., κτλ.· ἀναγ. κήρυγμα, ἀπαγγέλλω δημοσίᾳ κήρυγμα (περὶ κήρυκος), Πολύβ. 18. 29, 4· ἀναγ. τινὰ αὐτοκράτορα Πλουτ. Γάλβ. 2: - Παθ., ἀνακηρύττομαι ἀναγορευέσθω νικηφόρος Πλάτ. Νόμ. 730D, πρβλ. Δημ. 331. 6. Αἰσχίν. 55. 15. 2) κατὰ παθ., ὡσαύτως, καλοῦμαι ὑπὸ πάντων, λαμβάνω τὸ ὄνομα, φιλοπάτωρ Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.