ἔνοπλος
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ον,
A in arms, armed, Tyrt.16, S.OT469 (lyr.), E.HF1164, PGurob1.7 (iii B. C.), D.H.5.28, Heraclit.Incred.19, etc.; κινήσεις τῶν ἐ. δραματικῶν Phld.Mus.p.15K. II containing arms or armed men, of the Trojan horse, E.Tr.520 (lyr.). III εἰκὼν ἔ., = Lat.imago clipeata, portrait-statue in armour, IPE1.185 (Cherson., ii B. C.). IV Adv. -ως Hsch. s.v. περιχορίζειν.
German (Pape)
[Seite 849] in Waffen, gewaffnet; Batrach. 132, l. d.; Soph. O. R. 469; Eur. πούς, θίασος, Or. 1622 Phoen. 803; Xen. Hier. 10, 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνοπλος: -ον, ὡπλισμένος, «ἀρματωμένος», Τυρταῖος 13, Σοφ. Ο. Τ. 469, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1164 κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἔχων ἐντὸς ἐνόπλους ἄνδρας, ἐπὶ τοῦ Δουρείου ἵππου, ὁ αὐτ. Τρῳ. 520. ΙΙΙ. εἰκὼν ἔν., τὸ Λατ. imago clipeata, ἀνδριὰς μεθ’ ὅπλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 40˙ οὕτως, εἰκὼν γραπτὴ ἐν ὅπλῳ αὐτόθι 124 κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἐνόπλως Ἡσύχ. ἐν λέξει περιχορίζειν.