ἀντιφερίζω

From LSJ
Revision as of 10:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφερίζω Medium diacritics: ἀντιφερίζω Low diacritics: αντιφερίζω Capitals: ΑΝΤΙΦΕΡΙΖΩ
Transliteration A: antipherízō Transliteration B: antipherizō Transliteration C: antiferizo Beta Code: a)ntiferi/zw

English (LSJ)

   A set oneself against, measure oneself with, οὔ τις σοίγε . . δύνατ' ἀντιφερίζειν Il.21.357; κακὸν ἐσλῷ Hes.Th.609; ὅτι μοι μένος ἀντιφερίζεις Il.21.488; σὺ Θεμιστοκλεῖ ἀντιφερίζεις; Ar.Eq.813, cf. 818; ἀ. πὰρ σοφόν Pi.P.9.50.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφερίζω: ὡς τὸ ἰσοφαρίζω, τάττω ἐμαυτὸν ἐναντίον τινός, ἀντιμετρῶ ἐμαυτὸν πρός τινα, Ἥφαιστ’, οὔ τις σοί γε θεῶν δύνατ’ ἀντιφερίζειν «ἐξισοῦσθαί σοί νε» (μετάφρ. Γαζῆ) Ἰλ. Φ. 357, πρβλ. Ἡσ. Θ. 609· μένος τινὶ ἀντ. Ἰλ. Φ. 488· σὺ Θεμιστοκλεῖ ἀντιφερίζεις; Ἀριστοφ. Ἱππ. 813, πρβλ. 818· ὡσαύτως, ἀντ. παρά τινα Πινδ. Π. 9. 88· «ἀντιφερίζειν· ἐξισοῦσθαι, ἀντιστῆναι» Ἡσύχ.: πρβλ. ἀντιφέρομαι.