λεπτόπους
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A with small, delicate feet, Sch.Ar.Av. 1292.
German (Pape)
[Seite 31] -πουν, gen. -ποδος, dünn-, schlanksüßig, Schol. Ar. Av. 1292.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόπους: ὁ, ἡ, ἔχων λεπτοὺς ἢ ἀδυνάτους πόδας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1292.