εὐκολία

From LSJ
Revision as of 10:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκολία Medium diacritics: εὐκολία Low diacritics: ευκολία Capitals: ΕΥΚΟΛΙΑ
Transliteration A: eukolía Transliteration B: eukolia Transliteration C: efkolia Beta Code: eu)koli/a

English (LSJ)

ἡ, (εὔκολος) prop.

   A contentedness with one's food, Plu.2.461c; ἡ περὶ τὴν δίαιταν εὐ. Id.Caes. 17: but, in earlier authors,    2 of the mind, contentedness, good temper, Pl.Alc.1.122c, etc.; ὀλιγόδεια καὶ εὐ. Ph.2.457.    3 of the body, ease and lightness in moving, εὐ. καὶ εὐχέρεια Pl.Lg.942d: metaph., εὐ. πρὸς τὴν ποίησιν facility in verse-making, Plu.Cic.40; εὐ. πρήξιος AP7.694 (Adaeus).

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, eigtl. das durch das Essen leicht Zufriedengestelltsein, ἡ περὶ τὴν δίαιταν εὐκ. Plut. Caes. 17; ubh. das Wesen u. Benehmen des εὔκολος, Gefälligkeit, Freundlichkeit, καὶ εὐχέρεια Plat. Alc. I, 122 c; εὐκολίαν καὶ φιλοφροσύνην ἐπιδείκνυσθαι Plut. Ant. 26. – Leichtigkeit, εὐκολίαν τε καὶ εὐχέρειαν ἐπιτηδεύειν Plat. Legg. XII, 942; Sp., εὐκολίην πρήξιος εὑρεῖν Add. 7 (VII, 694); πρὸς τὴν ποίησιν Plut. Cic. 40, vgl. adv. Stoic. 3.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκολία: ἡ, (εὔκολος) κυρίως τὸ νὰ εἶναί τις εὔκολος εἰς τὰ ἀποβλέποντα τὴν τροφήν, Πλούτ. 2. 461C· ἡ περὶ τὴν δίαιταν εὐκ. ὁ αὐτ. ἐν Καίσαρι 17: - ἀλλὰ παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, 2) ἐπὶ ψυχικῶν διαθέσεων, αὐτάρκεια, καλὴ διάθεσις, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122C, κτλ. 3) ἐπὶ τοῦ σώματος, εὐχέρεια καὶ ἐλαφρότης εἰς τὰς κινήσεις, εὐκινησία, Πλάτ. Νόμ. 942D· μεταφ., εὐκολία πρὸς τὴν ποίησιν Πλουτ. Κικ. 40· εὐκ. πρήξιος Ἀνθ. Π. 7. 694.