κέστρωσις
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
εως, ἡ,
A encaustic painting, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1426] ἡ, das Eingraben, Graviren mit einem spitzen Eisen, von Hesych. erkl. βαφικὴ μιμουμένη, etwa von enkaustischer Malerei.
Greek (Liddell-Scott)
κέστρωσις: -εως, ἡ, εἶδος ἐγκαυστικῆς ζωγραφίας (;) Ἡσύχ.