προσχώννυμι

From LSJ
Revision as of 10:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχώννῡμι Medium diacritics: προσχώννυμι Low diacritics: προσχώννυμι Capitals: ΠΡΟΣΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: proschṓnnymi Transliteration B: proschōnnymi Transliteration C: proschonnymi Beta Code: prosxw/nnumi

English (LSJ)

(Plb.9.41.4, J.BJ5.5.1) and προσχωννύω (Thphr.HP2.5.5): aor.

   A προσέχωσα Hdt.2.10,99: pf. προσκέχωκα D.S.1.39:—pf. Pass. -κέχωσμαι Thphr.HP5.8.3, Palaeph.28: aor. Pass. -εχώσθην Gp.2.24.2:—also προσχόω, 3sg. pres. προσχοῖ Th.2.102:—Pass., impf. προσεχοῦτο ib.75: part. προσχούμενος Arist.Mete.351b7; inf. προσχοῦσθαι ib. 353a8:—heap upon, esp. of water, deposit mud, silt, etc.: hence,    1 ταῦτα τὰ χωρία π. form these new lands by deposition, of rivers, Hdt. 2.10: abs., ὁ ποταμὸς προσχοῖ ἀεί continually forms fresh deposits, Th. l.c.:—Pass., to be joined to the land by deposits of rivers, Thphr.HP5.8.3.    2 choke with mud, silt up, π. τὰς ἀνωμαλίας fill up hollows, level, Plb. l.c., cf. Str.6.2.10:—Pass., ἡ θάλαττα ἐξηραίνετο προσχουμένη Arist.Mete.351b7, cf. 353a8.    II throw earth upon, J. l. c.; ἵνα αἱ ῥίζαι προσχωσθῶσι Gp.2.24.2; also, raise mounds against, μέρη τῆς πόλεως Dius ap.J.AJ8.5.3; form by a dam, τὸν . . ἀγκῶνα τοῦ Νείλου Hdt.2.99:—Pass., ᾗ προσεχοῦτο where earth was being raised up against it, Th.2.75.    III generally, heap up, in Pass., ὄρος ἐξ οὗ ἡ . . ὕλη -κέχωσται Palaeph.28.

German (Pape)

[Seite 789] (s. χώννυμι), zuschütten, bes. vom Wasser, anspülen, anschlämmen, Land neu ansetzen, Her. 2, 20; auch durch Erde, Schutt zudämmen, verschütten, 2, 99; dah. τὰς ἀνωμαλίας τῶν τόπων, Pol. 9, 41, 4. Vgl. προσχόω. (s. χώννυμι), zuschütten, bes. vom Wasser, anspülen, anschlämmen, Land neu ansetzen, Her. 2, 20; auch durch Erde, Schutt zudämmen, verschütten, 2, 99; dah. τὰς ἀνωμαλίας τῶν τόπων, Pol. 9, 41, 4. Vgl. προσχόω.

Greek (Liddell-Scott)

προσχώννῡμι: καὶ -ύω· ἀόρ. προσέχωσα· - ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐνεστ. προσχόω παρὰ Θουκ. καὶ Ἀριστ. ὡς κατωτέρω· πρβλ. προχόω, προχώννυμι, ἅπερ ἀπαντῶσι συχνάκις ὡς διάφ. γραφ. Ἐπισωρεύω· μάλιστα ἐπὶ ὕδατος, καταθέτω ἰλὺν, κτλ.· ὅθεν, 1) τῶν... ταῦτα τὰ χωρία προσχωσάντων τῶν ποταμῶν, τῶν σχηματισάντων αὐτὰ διὰ τῆς καταθέσεως ἰλύος, Ἡρόδ. 2. 10. - Παθ., συνενοῦμαι πρὸς τὴν ξηρὰν διὰ τῆς καταθέσεως ἰλύος ὑπὸ τῶν ποταμῶν, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 8, 3. 2) φράττωγεμίζω δι’ ἰλύος τὸν... ἀγκῶνα [τοῦ Νείλου] Ἡρόδ. 2. 99· πρ. τὰς ἀνωμαλίας, πληρῶ κοιλώματα, ἐπιφράττω καὶ ἐξομαλύνω, Πολύβ. 6. 41, 4, πρβλ. Στράβ. 275· ἀπολ., ὁ ποταμὸς προσχοῖ ἀεὶ, σχηματίζει ἀπαύστως νέας προσχώσεις, Θουκ. 2. 102 - Παθ., ἡ θάλασσα ἐξηραίνετο προσχουμένη Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 4, πρβλ. 24. ΙΙ. ῥίπτω χῶμα πρός τι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ 5. 5, 1. - Παθ., ᾗ προσεχοῦτο [τὸ τεῖχος], ἔνθα ἐρρίπτετο χῶμα πρὸς τὸ τεῖχος, Θουκ. 2. 75, ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλ. Φιλολ. σ. 698.