διαιτητής

From LSJ
Revision as of 10:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαιτητής Medium diacritics: διαιτητής Low diacritics: διαιτητής Capitals: ΔΙΑΙΤΗΤΗΣ
Transliteration A: diaitētḗs Transliteration B: diaitētēs Transliteration C: diaititis Beta Code: diaithth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A arbitrator, umpire, Hdt.5.95, Pl.Lg.956c, etc.; τῆς γὰρ δίκης . . γίγνεταί μοι δ. Στράτων D.21.83; δ. ὁ μέσος Arist.Pol.1297a6; esp. at Athens, Id.Ath.53, etc.    II in later Law, = judex pedaneus, Cod.Just.4.20.15, etc.

German (Pape)

[Seite 580] ὁ, Schiedsrichter, Her. 5, 95; Plat. Prot. 337 e u. öfter, wie bei Rednern, z. B. Dem. 59, 45. In Athen wurden sie in Privatprocessen entweder von den Parteien od. von Staatswegen durchs Loos bestimmt; die meisten Processe kamen erst, wenn man sich bei ihrer Entscheidung nicht beruhigen wollte, an die eigentl. δικασταί, vgl. Harpocr.; Hudtwalker über die Diäteten; Heffter Athen. Gerichtsverf. p. 277 ff.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαιτητής: -οῦ, ὁ, ὁ κρίνων, διαλύων διαφοράν, Λατ. arbiter, Ἡρόδ. 5. 95, Πλάτ. Νόμ. 956C, κτλ.· τῆς γὰρ δίκης… γίγνεταί μοι δ. Στράτων Δημ. 541. 16· διαιτητὴς... ὁ μέσος Ἀριστ. Πολ. 4. 12, 5. - Ἐν Ἀθήναις οἱ διαιτηταὶ ἦσαν σῶμα ἀνδρῶν ὡρίμου ἡλικίας (τὸ 60 ἔτος συμπληρωσάντων), οἵτινες ἐξελέγοντο κατ’ ἔτος διὰ κλήρου· εἰς ἕνα ἐξ αὐτῶν ὁ ἄρχων ἠδύνατο νὰ παραπέμψῃ πᾶσαν ἰδιωτικὴν ὑπόθεσιν ἀντὶ νὰ εἰσαγάγῃ εἰς τοὺς ἡλιαστάς, ἂν καὶ ἑκάτερος τῶν διαδίκων εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ κάμῃ ἔφεσιν τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον τοῦτο· ἐπληρώνοντο δὲ λαμβάνοντες μίαν δραχμὴν (παράστασις) παρ’ ἑκατέρου τῶν διαδίκων. Ὑπῆρχον ὡσαύτως ἰδιῶται διαιτηταί, ἐκλεγόμενοι ὑπὸ τῶν δύο μερῶν καὶ ἔχοντες ὅσην ἐξ ουσίαν ὁμοφώνως παρεχώρουν εἰς αὐτοὺς οἱ διάδικοι. Ὅρα Herm. Pol. Ant. § 145, ἢ, πρὸς πληρεστέραν γνῶσιν, Meier Die Diätelen Athens (1846). ΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζαντ. = judex pedaneus.