τοκίζω
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
(
A τόκος 11.2) lend on interest, D.45.70; μὴ τοκίζειν πλέονος ἢ τριῶν ὀδελῶν τὰν μνᾶν τοῦ μηνὸς Ϝεκάστου Schwyzer 324.6 (Delph., iv B. C.); τ. τόκον practise usury, AP11.309 (Lucill.):—Pass., τοκίζεται αὐτῷ ἀργύριον Hyp.Fr.273, cf.IG9(1).694.12, 29 (Corc.).
German (Pape)
[Seite 1125] auf Zinsen leihen, wuchern; Dem. 45, 70; μναῖ τοκιζόμεναι ὑπὸ Κρίτωνος, Plut. Arist. 1; τόκον τοκίσαι, Lucill. 102 (XI, 309).
Greek (Liddell-Scott)
τοκίζω: (τόκος ΙΙ. 2) δανείζω ἐπὶ τόκῳ, Λατιν. faenerari, Δημ. 1122. 27· τοκίσας τόκον Ἀνθ. Π. 11. 309. - Παθ., ἀργύριον τοκίζεται αὐτῷ Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 85, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 12, 28.